Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Ακαθόριστη γραμμή τερματισμού



Φυγή. Οι δρόμοι αυτής της πόλης δεν είναι ίδιοι γι’ αυτούς που δεν ανησυχούν μην αργήσουν, που δεν κρατούν χαρτοφύλακα και δεν είναι συνεπείς στα κοινόχρηστα. Αποκτούν κενά, μαχαίρια, σφαίρες και σπασμένα γυαλιά που καρφώνονται στο περιθώριο μιας κανονικότητας. Άρρωστης, αλλά με καθαρό τσεκ απ.

Εκείνη τη μέρα έτρεχε. Ανάμεσα σε διερχόμενα ζόμπι, οχήματα τρόμου, κόρνες πανικού και βλέμματα ακούσια. Η Ομόνοια απ’ τη διχόνοια χωρίζεται από δυο στενά. Κάποιοι λένε ότι είναι και ταυτόσημες μισώντας το τσιμέντο που διώχνει, ασχημαίνει και καμιά φορά σκοτώνει. Έτρεχε, λοιπόν, χωρίς γραμμή τερματισμού. Όταν τρέχεις χωρίς σημείο εκκίνησης και προορισμού δεν είναι για καλό, γιατί σημαίνει ότι η αφετηρία και η λήξη καθορίζονται από άλλους με αντίστροφο τρόπο. Δεν ακούς το πιστόλι στον αέρα και ξεκινάς να τρέχεις, αλλά το ακούς στην πλειονότητα των περιπτώσεων ως καταληκτικό ήχο λίγο πριν κλείσεις τα μάτια σου.

Το μη αυτόβουλο τρέξιμο, λοιπόν, το προκαλούν οι κρετίνοι αυτής της γης. Αυτοί που επιβάλλουν τους κανόνες και τους νόμους τους χωρίς τη συνδρομή της νομοθετικής, της δικαστικής ή της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτές λειτουργούν επικουρικά εκ των υστέρων ή δημιουργούν το υπόβαθρο εκ των προτέρων. Επιβάλουν τους κανόνες και τους νόμους τους με μια άναρθρη κραυγή που μετατρέπει το ζωώδες ένστικτο και την παρόρμηση της φρίκης σε πολιτική πράξη. Γιατί μια σφαίρα, ένα μαχαίρι στην καρδιά ή μια κλωτσιά στο κεφάλι είναι πολιτική πράξη. Όχι λόγω της αντικειμενικής υπόστασής του εγκλήματος αλλά λόγω των υποκειμένων που το τελούν. Λόγω αυτού του αφόρητου κενού που υπάρχει στα κρανία διαφόρων «κανονικών» αυτής της γης.

Όσοι τρέχουν, λοιπόν, εδώ και χιλιάδες χρόνια αναζητούν ένα άσυλο. Ένα χώρο αυτοπροστασίας. Αυτό προσπάθησε να κάνει. Ανάμεσα σε συγκρατημένους και ασυγκράτητους, παρατηρητές και αυτουργούς, περαστικούς και εγκατεστημένους, ο ίδιος έστεκε αλλότριος. Κυνηγημένος. Έστεκε ενώ έτρεχε. Γιατί το τρέξιμο επί της Πατησίων είναι μια στάση στη ρέουσα κανονικότητα των πολλών. Των φιλήσυχων ταραξιών της πόλης που κοστολογούν τη λαμαρίνα και το τζάμι παραπάνω από την ίδια τη ζωή. Αυτών που συνήθως φοράνε ένα αμάνικο πουκάμισο, μέσα από το παντελόνι. Αυτών που μέσα από το από μέσα αμάνικο φανελάκι κρύβουν το βαφτιστικό σταυρό παρότι κηδεύουν κάθε μέρα τη ζωή τους. Αυτών που αρέσκονται να μελετούν λογιστικά έντυπα, φορολογικές δηλώσεις και πιστοποιητικά κάθε είδους.

Εκτός όμως από τους παραπάνω, υπάρχουν κι άλλοι. Συνειδητοί αναχωρητές, τυχαία περιθωριοποιημένοι και αθόρυβα ξένοι προς την Ομόνοια μιας κοινωνίας μίζερης που στρώνει το τραπέζι κι ας μην έχει ψωμί. Μια πρωτοπόρα εξαίρεση των παραπάνω είναι αυτοί που είναι διαφορετικοί μεν, διεκδικούν όμως την ορατότητά τους μέσα σε μια κοινωνία από κανονικά βαμπίρ δε. Κι ας σηκώνουν το ρίσκο να τους αντιμετωπίζουν σαν μιάσματα ή σαν κατ’ εξακολούθηση δρομείς σε ένα βάναυσο κυνηγητό.

Κάπως έτσι, λοιπόν, εκείνη τη μέρα αναζήτησε ένα καταφύγιο για να πάρει μια ανάσα. Προσπέρασε το φούρνο. Εκεί τριγυρίζουν αυτοί που «βγάζουν τίμια το ψωμί τους». Λάθος μέρος. Χώθηκε στο στενό και κει βρήκε τη λύση του. Το ‘χε δει σε μια ταινία, αν κρατάς όμηρο κάτι πολύ σημαντικό δε σε σκοτώνουν. Μπήκε σε ένα μικρό κοσμηματοπωλείο. Σε ένα χώρο ιερό για τους περιουσιολάγνους και αυτούς που έχουν μάθει να σέβονται ό,τι λαμπυρίζει και όχι ό,τι λάμπει. «Εδώ δε θα τολμήσουν» σκέφτηκε. Εδώ είναι το οξυγόνο τους, το κίνητρο της ζωής τους και τα κρυφά τους όνειρα. Χωμένα μέσα σε χρυσάφι, ακριβά πετράδια και φωτεινές βιτρίνες.

Έσφαλε. Ο αγελοποιημένος όχλος εκτός από χρυσάφι διψάει και για αίμα. Όταν κάποιος που δεν ανήκει στην αγέλη μπαίνει σε ένα κοσμηματοπωλείο, δεν αναζητάει άσυλο αλλά επιτίθεται στο κάστρο της. Το κοσμηματοπωλείο δεν ήταν ενδιάμεση στάση. Ήταν ο τελικός προορισμός, η γραμμή τερματισμού που οι θύτες επέλεξαν για το θύμα. Όπως οι ύαινες παγιδεύουν το θήραμά τους, έτσι και ένας ιδιοκτήτης, ένας μεσίτης και μερικοί «περαστικοί» άρχισαν να επιτίθενται με μανία. Μια κοινωνία ψεύτικη δεν έχει πρόβλημα να σπάσει τη βιτρίνα της για να σκοτώσει ένα παράσιτο, κι ας κλαψουρίζει για τα σπασίματα και τα επεισόδια που προξενούν κάποια άλλα παράσιτα. Εκεί παίρνει πρωτοβουλία από μόνη της. Αυτοτραυματίζεται όχι για να τραυματίσει, αλλά για να σκοτώσει.

Κάπως έτσι λοιπόν, κλεισμένος στο ιερό άντρο μιας κοινωνίας που χρησιμοποιεί ως μονάδα μέτρησης των αξιών της ακόμη και το τελευταίο ευρώ, είδε να εκσφενδονίζονται προς το μέρος του πέτρες, βωμολοχίες και απειλές. Χτυπημένος και ταπεινωμένος προσπάθησε να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα ζωής. Προσπάθησε να συρθεί, να αποδράσει, να γλιτώσει. Ήταν όμως αρκετά αργά. Δυο τρεις κλωτσιές στο κεφάλι. Απότομη προσγείωση στα σπασμένα γυαλιά της βιτρίνας τους. Πόσο μοιάζουν αυτά τα γυαλιά με «εξοστρακισμένες» σφαίρες και μαχαίρια που «παραφέρθηκαν». Όμως δεν αρκούν τα παραπάνω. Το έγκλημα που τέλεσε ήτανε βαρύ. Τώρα ήταν η σειρά του κράτους να τιμωρήσει. Εκτός από τους καθημερινούς σούπερμαν υπάρχουν και οι πάγιοι ρόμποκοπ. Αυτοί που φτάνουν πάντα εκ των υστέρων για να τελειώσουν τη δουλειά. Και την τελείωσαν.

Ιατροδικαστικό πόρισμα θανάτου: «ισχαιμικό επεισόδιο, που προκλήθηκε από πολλαπλά τραύματα».
Πόρισμα κυρίου Γιώργου, μικρομαγαζάτορα της περιοχής του κέντρου, παντρεμένου με δυο παιδιά και ιδιοκτήτη ενός ακινήτου: «Υπερβολές. Ένα ανώμαλο πρεζάκι που μπήκε με μαχαίρι να ληστέψει ένα φιλήσυχο έμπορο ήταν. Το είπαν όλοι.»

Αυτοί οι όλοι, αυτός ο κανένας, εμείς οι σκυφτοί.

Το λάθος μας.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Η θλίψη


γραμμές σε ξεχασμένο τετράδιο
μυρμήγκια που κάνουν την ίδια διαδρομή
ανησυχίες κρεμασμένες σε συνήθειες
και φωταψίες χωρίς διακόπτες

ειρωνείες που κρύβουν αλήθειες
υποτιμήσεις μέσα σε κοινωνίες υπερτίμησης
προσβολές, παρεξηγήσεις και φόβοι
αντίλαλοι σε κενά κεφάλια

κρυμμένα μυστικά κάτω από ράμματα
υποψίες, υπόνοιες και υπεκφυγές
αγχωτικά επεισόδια μέσα σε ασανσέρ
στασιμότητες μέσα σε εξελίξεις

παζαρεμένες σχέσεις και υποσχέσεις
ξεχασμένες συνέπειες σε συρτάρια με μπρελόκ
αναμνήσεις σε ασπρόμαυρο φόντο
και προσδοκίες πνιγμένες σε άδειο χαρτί

ιαχές, βουή του δρόμου και του παράδρομου
υποδείξεις μέσα σε αλληλουχίες εντολών
διασταυρωμένοι πανικοί σε φανάρια
τριβές, συρσίματα και χαραγματιές

πρόσωπα ανέκφραστα, τσιμέντο
συσπάσεις ανεκδήλωτες
μελωδίες σε τσίγκινες κονσέρβες
Θλίψη


Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Για την αποκατάσταση της φήμης μιας μη χαμένης γενιάς



Η αλήθεια είναι ότι ζούμε στην εποχή της εύκολης απαξίωσης. Της πολτοποίησης, της χυμαδοποίησης και του αντιδραστικού εναλλακτισμού. Κάπως έτσι «η γενιά του πολυτεχνείου» ταυτίστηκε με τον Παπουτσή, το Σημίτη, τη Δαμανάκη, τον Ανδρουλάκη και ένα σωρό άλλους. Το παρακάτω κείμενο δεν αφορά αυτή τη γενιά του πολυτεχνείου. Αφορά μια άλλη. Πολυπληθέστερη, απρόβλητη και συντριπτικότερα γνήσια.

Πάντα θαύμαζα τους ξεχασμένους. Αυτούς που έζησαν τα πρώιμα χωρίς την προσμονή των ύστερων. Αυτούς που πάλεψαν όχι για να χειροκροτηθούν ούτε για να γείρει ο λαιμός τους από βραβεία, αλλά για να ζήσουν διαφορετικά. Αυτοί οι ξεχασμένοι μπορεί να βρίσκονται στην υποσημείωση κάποιου βιβλίου, στο μπαγκράουντ κάποιας ταινίας, ή σε κανα διφορούμενο στίχο, ποτέ όμως στο εξώφυλλο, στο φινάλε ή στο ρεφραίν. Είναι αυτή η κατηγορία ανθρώπων που τα τελευταία 45 τριήμερα του πολυτεχνείου πρέπει να αισθάνεται όλο και πιο μόνη πάνω στον πλανήτη γη. Μόνη απέναντι σε αυτούς που της φοράνε μια ταμπέλα εκφυλισμού, μόνη απέναντι στον εκφυλισμό παλιών συντρόφων της, μόνη απέναντι στον εκφυλισμό των αυτόκλητων συνεχιστών του πολυτεχνείου. Πρόκειται για μια μοναξιά που στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί ένα μέσο άμυνας σε ένα κόσμο επικοινωνιακών κανίβαλων και στη χειρότερη περίπτωση μια συνειδητή αυτοεξορία.

Η γενιά αυτή δε θα κομπάσει, δε θα παινευτεί, δε θα μετουσιώσει την εμπειρία σε χρήμα. Δε θα κρατήσει το μικρόφωνο, δε θα φωτογραφηθεί στη βουλή και δε θα κοσμήσει τηλεοπτικό παράθυρο. Η συγκεκριμένη γενιά του πολυτεχνείου είναι πιο ταπεινή. Θα τη δεις σε ένα κρυφό βούρκωμα, σε μια συζήτηση με κρασί σε ένα κυριακάτικο τραπέζι ή στο δρόμο. Όχι στην πιάτσα των ταξί, αλλά στην Πανεπιστημίου ή τη Σταδίου. Να περπατάει όταν η τροχαία κόβει την κυκλοφορία για να περάσει το πλήθος. Έστω και αυτό το αναιμικό που εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια. Γιατί χωρίς παρεξήγηση, αλλά οι μισοί από αυτούς που κατεβαίνουν στο δρόμο σήμερα, σε αυτή τη γενιά ανήκουν. Όσοι λοιπόν ξεχνούν αυτή τη γενιά για κάποια άλλη, είναι συνένοχοι σε μια πλεκτάνη. Σε μια προσπάθεια ανακατάληψης της συλλογικής μνήμης από τα ζόμπι συμφερόντων και τους ζωντανούς νεκρούς. Και φέρουν ευθύνη.

Πέρυσι η αλήθεια είναι ότι ένιωσα και γω λίγη από τη μοναξιά αυτής της ξεχασμένης γενιάς. Κάποιοι αυτοπροσδιοριζόμενοι «γνήσιοι συνεχιστές του πολυτεχνείου» κατέλαβαν το κτίριο τις δύο πρώτες ημέρες του τριημέρου απαγορεύοντας σε συλλογικότητες, οργανώσεις και φορείς να μπουν στο χώρο ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι αυτοαποκαλούμενοι «αγωνιστές του πολυτεχνείου» που σήμερα στελεχώνουν συστημικά κόμματα ζητούσαν δια τηλεοράσεως και βουλής την κατάργηση του ασύλου. Ανάμεσα σε αυτούς τους κλόουν έστεκε αμήχανη η πραγματική γενιά του πολυτεχνείου. Αυτή που δεν έχει ξεχάσει τις λέξεις απεργία, σωματείο, καταπίεση, αφεντικά. Έστεκε να παρακολουθεί ένα θέατρο σκιών. Ένα σουρεαλιστικό πλαίσιο εναλλαγής ρόλων, διαστρέβλωσης συνθηκών και γελοιοποίησης αγώνων.

Αυτή η γενιά του πολυτεχνείου πρέπει να πάψει να νιώθει ενοχικά ως «γενιά του πολυτεχνείου». Δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν και για τίποτα. Αντίθετα, εμείς οφείλουμε να απολογηθούμε απέναντί της. Για ατυχείς ταυτίσεις, ακούσιες αποσιωπήσεις και αυτοκτονικές γενικεύσεις.

Ειλικρινά, συγγνώμη.