Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Σκηνοθέτης χωρίς μέτρο


Δύσκολο πράγμα η ξαφνική απώλεια. Ειδικά όταν η νεότητα συναντά απρόσμενα τη βία του τέλους. Του ξαφνικού και του ακαριαίου. Μετέωροι οι άνθρωποι στα κελεύσματα ενός αόρατου σκηνοθέτη.

Κάποιοι τον ονομάζουν θεό, κάποιοι άλλοι κακή μοίρα, ριζικό και τύχη. Ό,τι και να ‘ναι, ο σκηνοθέτης έχασε την αίσθηση του μέτρου, απ' όταν άρχισε να μετράει τα χρόνια της ζωής με το ανεπίστρεπτο του θανάτου.

Και αυτό δεν υπάρχει κάποιος να το διορθώσει.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Τέλος διαδρομής


Η άκρη του νήματος
το τέλος του δρόμου

Μια απόσταση διανυμένη
ένα λαχάνιασμα σκυφτό

Ένα χρονόμετρο κορεσμένο
μια διορία εξαντλημένη

Μετέωροι άνθρωποι
ανάμεσα σε λάθη

Σε ξένους χωροχρόνους
και άγνωστες διαδρομές

Και κάπου εκεί
διασταυρώνονται σκληρά

Η γραμμή τερματισμού
και το ακαθόριστο μετά

Ίσως γιατί το πριν
δεν είναι ακόμη βίωμα

Αλλά μια επιτάχυνση
σε ένα αργό μοτίβο

Τόσο αργό που αναρωτιέται
για τον ιδρώτα της

Μια κουρασμένη
παλλόμενη καρδιά


Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Ο άγνωστος Χ


Ο Χ όταν ήταν μικρός ήταν ντροπαλός. Δίσταζε, είχε αμφιβολίες και δεν έκανε εύκολα φίλους.

Ο Χ ένα βράδυ ξύπνησε απότομα. Άκουσε χτυπήματα στην πόρτα. Μπήκαν δυο αστυνομικοί και άρπαξαν τον πατέρα του με τα σώβρακα. Τρόμαξε.

Ο Χ κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήγε σχολείο την επόμενη μέρα και είδε δυο περίεργους κυρίους να μιλούν με τη δασκάλα του.

Ο Χ άρχισε να βγάζει σπυράκια και να ακούει Doors. Η μητέρα του τον συμβούλευε να μην αφήνει πολύ μακριά τα μαλλιά του και να μην κάνει απουσίες.

Ο Χ μια μέρα έμαθε ότι ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής. Ξεκίνησε να διαβάζει κρυφά τους λόγους για τους οποίους δεν τον έβλεπε για χρόνια.

Ο Χ άρχισε να πιστεύει ότι πίσω από τις σημαίες και τις φουστανέλες κρυβόταν μίσος. Το έβλεπε στα μάτια των παπάδων, των ασφαλιτών και των περιπτεράδων.

Ο Χ ένα πρωινό πληροφορήθηκε ότι μαζεύεται κόσμος στην Πατησίων. Πήρε την τσάντα του και με δυο φίλους τράβηξε προς τα εκεί.

Ο Χ γοητεύτηκε από τη δύναμη του πλήθους, τις ιαχές και τα αλλόκοτα συνθήματα. Ένας εργάτης του έδωσε ένα κείμενο.

Ο Χ την επόμενη μέρα έμαθε ότι η ασφάλεια ζήτησε από το διευθυντή το απουσιολόγιο της τάξης του. Άλλαξε γνώμη για εκείνον όταν έμαθε ότι αρνήθηκε να το δώσει.

Ο Χ ξανακατέβηκε στην Τοσίτσα, στην Πατησίων, στη Στουρνάρη. Και να τον μπαγλαρώνανε δεν τον ένοιαζε. Ίσως ξανάβρισκε τον πατέρα του.

Ο Χ μια μέρα μετά έμαθε ότι τανκς μπήκανε στο Πολυτεχνείο. Η μάνα του του απαγόρευσε να βγει από το σπίτι και έκαψε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά που είχε.

Ο Χ λίγο μετά είδε το καθεστώς των τανκς να καταρρέει. Είδε τον κόσμο να βγαίνει στο δρόμο και τον πατέρα του να γυρνάει σπίτι. Πιο γερασμένος και με άσπρους κροτάφους.

Ο Χ παρότι σπούδασε και έπιασε δουλειά, συνέχισε να κατεβαίνει στο δρόμο. Έζησε την εργατική μεταπολίτευση και διάβαζε συγκεκριμένες εφημερίδες.

Ο Χ είδε συνομηλίκους του να κάνουνε καριέρα στην πολιτική. Κάποιους τους πέτυχε στο δρόμο αλλά απέφυγε να τους χαιρετήσει. Ίσως έκανε λάθος. Μπορεί να τον βόλευαν.

Ο Χ καθώς περνούσαν τα χρόνια δεχόταν κατηγορίες ότι ανήκει στη γενιά του Πολυτεχνείου. Ποτέ δεν κατάλαβε όμως ποια είναι αυτή η γενιά.

Ο Χ τα τελευταία χρόνια κουράστηκε. Απέκτησε και αυτός άσπρους κροτάφους σαν τον πατέρα του. Μάλλον τον γέρασε η διαρκής νιότη.

Ο Χ αποφάσισε να αποσυρθεί, να κατεβάσει ρολά. Για μια τελευταία φορά όμως, αποφάσισε να περπατήσει γύρω από το Πολυτεχνείο στην Πατησίων.

Ο Χ ακούμπησε τα κάγκελα της πύλης, διάβασε δυο συνθήματα στον τοίχο και ένιωσε τα μάτια του λίγο υγρά. Δύο πιτσιρικάδες τον κοίταξαν με απορία.

Ο Χ τους πλησίασε με καθαρή συνείδηση. «Θέλω να ξέρετε πως δεν ανήκω στην περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου. Ανήκω στην άγνωστη γενιά των πολλών Πολυτεχνείων» τους είπε τρέμοντας.

Ο Χ έστριψε και χάθηκε στη νύχτα. Ίσως τον ξαναδεί κάποιος να γυρίζει. Ίσως και όχι. Πάντως ο Χ υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει. Και ας είναι μια άγνωστη μεταβλητή.


Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Φ, Χ, Ψ και Ω


Ο Φ κατάπιε νερό. Αλμυρό και ορμητικό. Κουνούσε χέρια και πόδια για να μείνει στην επιφάνεια. Ένα κύμα τον ξαναχτύπησε.

Είδε τον Χ δίπλα του να εξαφανίζεται κάτω από αφρούς. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξεπήδησε πέντε μέτρα μακριά του ρουφώντας από το στόμα του οξυγόνο με μανία. Ο Ψ και ο Ω κρατιόντουσαν σφιχτά πιο πέρα. Κολυμπούσαν με το ένα χέρι και με τα πόδια. Από κάτω τους το χάος. Ίσως να υπήρχαν ψάρια. Ίσως υποβρύχια. Ίσως πτώματα.

Αλμυρή πολύ η θάλασσα αλλά πιο αλμυρό το κλάμα του Ω. Όταν αναποδογύρισε η βάρκα έχασε από τα μάτια του τη Μ και τη Ν. Στην προσπάθειά τους να σώσουν το μικρό Υ κάπου χάθηκαν μέσα στο μπλε. Ο Φ, ο Χ, ο Ψ και ο Ω ήταν παιδιά. Το Υ ήταν βρέφος. Ο Χ άρχισε να ζαλίζεται, να χάνει τις αισθήσεις του. Ο Φ του φώναξε να μην πεθάνει. Ο Χ δεν τον άκουσε. Έκανε πάντα του κεφαλιού του.

Ο Ψ και ο Ω χωρίστηκαν όταν είδαν τον Φ να κολυμπάει μάταια προς το νεκρό Χ. Προσπάθησαν να τον σώσουν αλλά χάθηκαν στην πορεία. Τους κατάπιε η θάλασσα λίγο πιο πέρα. Σε ένα άτεχνο ελεύθερο. Σε μια κραυγή χωρίς αντίλαλο.

Ο Φ έμεινε μόνος του. Βούταγε το κεφάλι του και άνοιγε τα μάτια του. Φώναζε στη γλώσσα του, εκλιπαρούσε το θεό της πατρίδας του, έκλαιγε με την απελπισία του κάθε ξεχασμένου. Δεν μπορεί να είναι τόσο μόνος. Κάποιος θα τον ακούσει. Κάποιος θα τον σώσει. Κάποιος θα του δώσει μια σανίδα.

Κανείς. Η καφέ σκιά στο βάθος άρχισε να θολώνει. Η γη απομακρυνόταν. Η θάλασσα ανέβαζε τη στάθμη της. Τα χέρια του είχαν κουραστεί. Τα πόδια του αρνούνταν να κουνηθούν. Τα μάτια του υποτάσσονταν στο φως του ήλιου και στο χτύπημα των κυμάτων. Ο Φ ένιωθε το σώμα του να τον εγκαταλείπει. Να ζητά επίμονα τους φίλους του. Τον Χ, τον Ψ και τον Ω.

Μόνο η ψυχή του έστεκε αγέρωχη. Μόνο η ψυχή του δεν έχανε τις δυνάμεις της. Γιατί πάνω της ήταν γραμμένες οι μνήμες της προσφυγιάς. Της σκόνης, του γκρεμισμένου σπιτιού, της νύχτας, του φορτηγού, της μικρής τσάντας στην πλάτη, του συρματοπλέγματος, της φωτογραφίας στη μέσα τσέπη, της βάρκας, του Χ, του Ψ και του Ω.

Αυτή η ψυχή ζούσε ακόμη. Όμως δεν ήθελε να ζητιανέψει τη ζωή της από τους άψυχους. Προτίμησε να διεκδικήσει το θάνατό της μαζί με τα φιλαράκια της. Τον Χ, τον Ψ και τον Ω.

Άλλωστε μάταιος κόπος. Ποιος νοιάζεται για μια κυνηγημένη ψυχή σήμερα.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

Είναι που συνηθίσαμε



Είναι που συνηθίσαμε.
Συνηθίσαμε στα "περάστε, καθίστε".
Στα ιδιοτελή χαμόγελα και στην ανιδιοτελή βλακεία.

Συνηθίσαμε να γερνάμε σε ουρές αναμονής, σε υπηρεσίες και κόκκινα φανάρια.
Να φορτωνόμαστε με μια αστυνομική ταυτότητα στην τσέπη
και μια πεταμένη ταυτότητα στην καρδιά.

Είναι που συνηθίσαμε να περπατάμε μηχανικά, να ακούμε προσεκτικά
και να μετράμε τις κουβέντες μας σαν τα φραγκοδίφραγκα.
Να σφιγγουμε τα δόντια και να καταπίνουμε κραυγές γιατί "έτσι είναι τώρα η κατάσταση".

Είναι που συνηθίσαμε να μισούμε το χάραμα και το δειλινό.
Να ζούμε σε ώρες αιχμής και να λειτουργούμε υπό πίεση.
Συνηθίσαμε στις προϋποθέσεις, στους όρους και τα όρια.

Είναι που συνηθίσαμε να ζούμε χωρίς ζάχαρη.
Χωρίς προσμονές, επιμονές αλλά και χρήσιμες εμμονές.
Συνηθίσαμε στα Σάββατα και ξεχάσαμε τις Πέμπτες.

Συνηθίσαμε να παρελαύνουμε διαρκώς. Όχι μόνο στις εθνικές επετείους.
Συνηθίσαμε στις σημαιοστολισμένες πασαρέλες,
είτε πρόκειται για τη Σταδίου είτε για το παράδρομο της γειτονιάς.

Είναι που συνηθίσαμε να υπάρχουν επίσημοι και πρόσωπα υψηλής προστασίας.
Μπράβοι με ακουστικά
και φτωχοί σεκιούριτι που θέλουν να τους μοιάσουν.

Συνηθίσαμε στις ράγες των τρένων να βρίσκεται λίγο ξεραμένο αίμα.
Να μας πατάνε τα βαγόνια και όχι να ταξιδεύουμε σε αυτά.
Συνηθίσαμε στις αποστάσεις, ιδιαίτερα αν είναι ίσες.

Είναι που συνηθίσαμε να μπερδεύουμε το αριστερό φλας με τη δεξιά στροφή.
Να πατάμε γκάζι στο αδιέξοδο και να κουτουλάμε στις ενοχές μας.
Συνηθίσαμε να δηλώνουμε αποφασισμένα πως είμαστε αναποφάσιστοι.

Είναι που συνηθίσαμε τον α' ενικό και ξεχάσαμε τον α' πληθυντικό.
Συνηθίσαμε να ξεφτιλίζουμε τον πληθυντικό στην αστική ευγένεια
και όχι να τον ορίζουμε στη συλλογική χειραφέτηση.

Ομως. Υπάρχει και κάτι που δε συνηθίζεται με Τίποτα.
Και είναι δυο μάτια αλμυρά που πνίγονται.
Χωρίς πατρίδα, σε καμιά πατρίδα.

Αυτό το τίποτα,
σημαίνει
τόσα πολλά.





Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Χάρτινο σπίτι


Φορούσε μια ποδιά από αυτές τις παλιές. Όχι αυτές που φοράνε οι γκουρμεδοσέφ και οι τηλεαστέρες. Την ποδιά που δε φοριέται τιράντα αλλά απ’ τη μέση και κάτω.

Ήρθε ο ίδιος να μας πάρει παραγγελία κρατώντας το παλιό τεφτέρι του. Αν μάζευε αυτά τεφτέρια ίσως να έχτιζε ένα όμορφο χάρτινο σπίτι. Όμως σπίτι του ήταν αυτό το μικρό ταβερνάκι. Είχε δυο λαμπίτσες απ’ έξω πάνω από την ταμπέλα με το όνομά του. Μέσα ήταν μικρό και ζεστό, ιδανικό για κρασοκατάνυξη ή ρακή, με λίγο Μάρκο ή Τσιτσάνη να χαϊδεύουν κουβέντες παθιασμένες. Κουβέντες για χαμένους έρωτες, πολιτικές ματαιότητες και λάθος αποφάσεις. Στον ένα τοίχο ήταν κρεμασμένος ένα τζουράς. Πρέπει να κάνει γκεστ εμφανίσεις τις Παρασκευές, ή κανα χειμωνιάτικο Σάββατο.

Δεν ήρθε σε μας πριν τελειώσει τις παραγγελίες στα άλλα δύο τραπέζια. «Όλα φρέσκα είναι να ξέρετε», μας είπε. Παρότι είναι ο μάγειρας, ήρθε ο ίδιος να πάρει την παραγγελία. Ίσως ψυχολογεί τους ουρανίσκους, ίσως λατρεύει τη διαδικασία, ίσως είναι απλή συνήθεια.

Φάγαμε, ήπιαμε. «Ευχαριστούμε πολύ» του είπαμε φεύγοντας. «Μισό λεπτάκι», έβαλε το χέρι στην τσέπη και μας έδωσε μια κάρτα. «Μετά από τριάντα χρόνια, το αφήνω το μαγαζί, να με θυμάστε».

«Για ποιο λόγο;» τον ρωτήσαμε. «Νιάρχος» απάντησε μονολεκτικά. «Ήρθανε εδώ και αγοράσανε τα πάντα, θέλουνε λέει να το κάνουνε ξενοδοχείο το μαγαζί μου επειδή είναι δίπλα στο ίδρυμα. Σκέφτηκα να τα βάλω μαζί τους αλλά δεν έχω τύχη. Θα μου στείλουνε λέει την εφορία, το υγειονομικό, που να μπλέκω και με δικηγόρους, δεν έχω τύχη».

«Και τώρα τι θα κάνετε;» τον ξαναρωτήσαμε.

«Βρήκα ένα μικρό χώρο λίγο πιο κάτω. Θα δούμε».

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Άκρα

Ανάμεσα στο ένα και το πέντε είναι το δυόμισι
Ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο είναι το γκρι
Ανάμεσα στο πάθος και την αδιαφορία είναι η αμφιβολία
Ανάμεσα στο σωστό και το λάθος είναι η απραξία
Ανάμεσα στο πολύ και το λίγο είναι το μέτριο
Ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο είσαι εσύ

Απελπιστικά ακίνδυνος
Εγκληματικά ανιαρός

Κάπως, ακραίος

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Φεύγοντας


Φεύγοντας χαμήλωσε το βλέμμα.
Έβαλε αμήχανα το ένα χέρι στην τσέπη
και με το άλλο αναζήτησε αδέξια το ατράβηχτο χερούλι.
Η φυγή είναι απεγκλωβισμός ή λιποταξία;
Είναι άλμα προς το ακαταπίεστο ή βούλιαγμα στη λάσπη;
Προσπάθησαν πολλοί να το απαντήσουν αλλά δεν τα κατάφεραν.
Τους στοιχειώνουν ακόμη μυρωδιές, υφές και βλέμματα.
Μάτια που προκαλούν διαμπερή τραύματα στο θώρακα αριστερά.
Εκεί που το τικ τακ άλλοτε παίζει Χέντριξ και άλλοτε Σοπέν.
Το χειρότερο στοίχειωμα όμως είναι αυτή η κάμψη του λαιμού.
Το αργό κλείσιμο των βλεφάρων που συναντιέται σε έναν υγρό δραπέτη
που απορροφά τον κραδασμό. Το δάκρυ.
Είναι αυτή η στιγμιαία αμφιβολία της φυγής
που δημιουργεί την προσδοκία της επιστροφής.
Τόσο απατηλά, τόσο ψευδώς υποσχόμενα.