Πριν από μερικές μέρες έφαγα ένα σοκολατάκι με λικέρ και τη θυμήθηκα. Τη βλέπαμε περίπου δύο με τρεις φορές το χρόνο όταν μας καλούσε στο σπίτι της πίσω από την πλατεία Αμερικής σε διάφορες γιορτές. Κυρίως του αγίου Ιωάννου στη γιορτή του άντρα της. Ο λόγος για τη θεία μου την Αντριάννα, κατα κόσμον "Ντάνα" που πέθανε πριν από λίγους μήνες.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που τους γνωρίζεις στην παιδική και εφηβική σου ηλικία και παρότι δεν έχεις τίποτα κοινό με αυτούς, σου αφήνουν κάτι γλυκό να θυμάσαι. Η θεία μου, αδερφή της γιαγιάς μου, σίγουρα ήταν μία από αυτούς. Είχε τον τύπο της κλασικής αστής. Μεγάλωσε στην Πάτρα και αργότερα ήρθε στην Αθήνα. Δούλευε στη νομαρχία, ήταν ανεξάρτητη και παντρεύτηκε σχετικά μεγάλη το θείο μου, που αφού τελείωσε η ζωή του στα πλοία, έγινε λογοτέχνης. Δεν έκανε παιδιά και πάντα φρόντιζε τον εαυτό της. Όταν πηγαίναμε σπίτι της οικογενειακώς στη γιορτή του θείου μου, πάντοτε έβαζε τα καλά της ρούχα, φόραγε οπωσδήποτε κραγιόν, έβαφε τα νύχια της και φόραγε τα αγαπημένα της κοσμήματα. Μικρός τη θεωρούσα κάπως περίεργη, γιατί πάντοτε θα σχολίαζε κάποια καινοτομία της εμφάνισής μου. Κυρίως δεν της άρεσαν τα "καρφάκια" που έκανα τα μαλλιά μου στο δημοτικό. Πάντοτε όμως είτε θετικά είτε αρνητικά θα σχολίαζε το ντύσιμο ή την κόμμωση εμένα και του αδερφού μου από τη ματιά μιας καθως πρέπει μεγάλης ηλικιακά κυρίας. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν και το αγαπημένο μου. Μάλλον τη θεωρούσα κάπως συντηρητική, δίχως να αντιλαμβάνομαι πλήρως τότε την έννοια του όρου.
Στις 7 Γενάρη κάθε χρόνο άνοιγε το σπίτι της και από τις οκτώ ως τις εννιά το βράδυ εκείνης της μέρας, εγώ και ο αδερφός μου για μία ώρα μπαίναμε σε έναν τελείως άλλο κόσμο. Κάπως ξένο για την ηλικία μας και διαφορετικό. Κυρίες και κύριοι άνω των εβδομήντα, καλοντυμένοι, άλλοι σοβαροί και άλλοι πιο οικείοι κάθονταν στο σαλονάκι της, έπιναν κάποιο λικέρ και συζητούσαν. Η παρουσία μας στο σπίτι ήταν χαρακτηριστική. Οι γονείς μου μιλούσαν με άλλους παρευρισκόμενους, ενώ εγώ με τον αδερφό μου καθόμασταν στο μεγάλο καναπέ όπου μας περιεργάζονταν οι υπόλοιποι, καθ'ότι η ηλικιακή διαφορά μαζί τους ήταν γύρω στα εξήντα χρόνια. Μας ρωτούσαν τι τάξη πηγαίναμε, αν πήραμε καλούς βαθμούς και ποιο είναι το αγαπημένο μας μάθημα. Ήμασταν δυο μικροί που μας αντιμετώπιζαν σα μεγάλους. Παρόλα αυτά το λικέρ ήταν απαγορευμένο για τους δύο νεαρούς και αντ'αυτού η θεία μου μας σέρβιρε δύο ποτήρια πορτοκαλάδα. Στη συνέχεια καθόταν δίπλα μας και παρά το γεγονός ότι είχαμε κυρίως τυπικές σχέσεις, το ένιωθα πως χαιρόταν που ήμασταν εκεί. Μετά από λίγη ώρα έβγαινε το γλυκό. Δυστυχώς πάντοτε είχε κάτι περίεργο για τα γούστα μου. Είτε το πορτοκάλι, είτε τα κεράσια που περιείχε με απομάκρυναν από αυτή την επιλογή. Έτσι κάθε χρόνο την ώρα του γλυκού φλέρταρα με τα σοκολατάκια που βρίσκονταν στο τραπεζάκι μπροστά μου. Έπαιρνα, λοιπόν, ένα να δοκιμάσω καθώς η σοκολάτα με δελέαζε, όμως πάντα έπεφτα στην παγίδα. Το σοκολατάκι είχε λικέρ.
Τα τελευταία χρόνια λόγω του φόρτου εργασίας εξαιτίας των πανελληνίων αλλά και για διάφορες άλλες αιτίες είχαν αραιώσει οι επαφές με τη θεία μου. Μιλούσαμε κάπου κάπου τηλεφωνικώς ή μάθαινα τα νέα της από τους δικούς μου. Μια μέρα ο πατέρας μου με ενημέρωσε ότι έπεσε και χτύπησε και ότι το μυαλό της δεν είναι τόσο διαυγές όσο πριν. Καταλάβαινε τα πάντα αλλά μερικές φορές ξεχνούσε ή το μυαλό της κόλλαγε. Στεναχωρήθηκα και ανησύχησα. Το σχετικά μεγάλο διάστημα που είχα να τη δω μου δημιουργούσε μια αλλόκοτη ασφάλεια καθώς η εμφάνισή μου είχε γίνει πολύ πιο ακραία για τα γούστα της και δεν ήξερα πώς θα με σχολίαζε. Άφησα μακριά μαλλία, έκανα τζίβα και σκουλαρίκι. Παρ'όλα αυτά μετά το δεύτερο πέσιμό της, ο ενδόμυχος φόβος μου για τη συνάντηση δύο ανθρώπων τελείως διαφορετικής ηλικίας, γούστου και αμφίεσης νικήθηκε από τη θέλησή μου να τη δω.
Ένα μεσημέρι πήγαμε με τον πατέρα μου να την επισκεφθούμε. Μπαίνοντας φίλησε και χαιρέτησε τον πατέρα μου ενώ εμένα δε με αναγνώρισε. "Το παιδί ποιο είναι;" ρώτησε, "ο Νικόλας ρε θεία!" αποκρίθηκε ο πατέρας μου. Εγώ την πλησίασα, τη χαιρέτησα και ένιωσα μια περίεργη και ακατανόητη ενοχή για τη συνειδητή επιλογή της εμφάνισής μου. Κάτσαμε στον καναπέ. Η συζήτηση ήταν η ίδια μόνο που είχε αλλάξει η βαθμίδα της εκπαίδευσης. Με ρώτησε σε ποια σχολή είμαι, τι βαθμούς πήρα και ποιο ήταν το αγαπημένο μου μάθημα. Αντιλαμβανόμουν ότι με επεξεργαζόταν και περίμενα με μια αναπάντεχη χαρά να σχολιάσει κάτι πάνω μου. Άλλωστε αυτό θα έδειχνε και τη ζωντάνια της παρά τα προβλήματα υγείας που είχε. Ακολούθησε μια παύση. Καταλάβαινα ότι η κριτική της για τις "στυλιστικές" μου επιλογές πλησίαζε. Ήταν όντως μία αμήχανη στιγμή για μένα αφού πριν ακόμη φτάσουμε στο σπίτι της σκεφτόμουν πώς να αντιδράσω. Μάλιστα είχα πιάσει τα μαλλιά μου κότσο ώστε να μην την τρομάξω. Με κοίταξε και μου έκανε νόημα να μου πει κάτι στο αυτί. Πλησίασα γνωρίζοντας το πιθανό επικριτικό περιεχόμενο του επικείμενου λόγου της και νιώθωντας κάπως άβολα. "Έχεις ένα ή δύο κοτσιδάκια;" με ρώτησε αναφερόμενη στη τζίβα μου. "Ένα έχω θεία" της απάντησα, "δε σ'αρέσει, να το κόψω;". Εκείνη τότε μου αποκρίθηκε "εσύ παιδί μου ό,τι θέλεις κάνε, να ξέρεις ότι εγώ σε αγαπάω...".
Ήταν η τελευταία φορά που την είδα.