Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Το παλιό σημάδι

Έκατσε στο τραπέζι. Έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί σε γυάλινο ψηλό ποτήρι και όπως πήγε να το πιάσει με μια απαλή κίνηση για να πιει πρόσεξε τον καρπό του. Τόσα χρόνια έκανε πως δεν το έβλεπε. Όμως εκείνο το σημάδι από εκείνο το πρωινό του ’65 ήταν ακόμη εκεί. Μια κινηματική δερματοστιξία χωρίς συναίνεση, χωρίς επιλογή. Οι μπάτσοι είχαν φροντίσει γι’ αυτό. Το σημάδι στο δέρμα του είχε γίνει αόρατο μέσα στα χρόνια. Είχε γίνει ένα κομμάτι του εαυτού του που πλέον δεν του προξενούσε εντύπωση. Όμως εκείνη τη στιγμή, εκείνο το δευτερόλεπτο που έκανε να σηκώσει το ποτήρι αισθάνθηκε και πάλι εκείνο το αστυνομικό παπούτσι να του πατάει το χέρι σε ένα δρόμο γεμάτο σπασμένα γυαλιά. Στη Σταδίου, εκείνο τον Ιούλη.

Άρχισε να το περιεργάζεται. Να το κοιτάει σα μια κόκκινη ρωγμή που διαιρούσε τα κύτταρά του. Το ψηλάφισε. Δεν πονούσε. Τουλάχιστον σωματικά. Όμως αναρωτήθηκε, έχει επουλωθεί η πληγή; Το χέρι του έχει πια ζαρώσει, έχει βγάλει κάποια στίγματα και το χνούδι έχει ασπρίσει. Παρόλα αυτά το σημάδι έχει νικήσει το χρόνο. Είναι εκεί και τον κοιτάει. Του μιλάει. Τον μεταφέρει 55 χρόνια πίσω. Και δεν έχει πιει ούτε μισή γουλιά από το κρασί που ξεκίνησε να πιεί. Σκέφτηκε φίλους, συντρόφους, αγώνες, έρωτες, όνειρα. Στιγμές που σφήνωσαν σε αυτό το πληγωμένο δέρμα. Είχε φάει πολύ περισσότερο ξύλο στη ζωή του. Στα κελιά της ΕΑΤ-ΕΣΑ, στις πορείες της μεταπολίτευσης. Όμως σημάδι είχε από εκείνο το πρωινό του Ιούλη του ’65. Τότε που πιτσιρικάς χώθηκε αυθόρμητα σε ένα μπλοκ οικοδόμων.

Αποφάσισε να σηκώσει το ποτήρι και να πιει λίγο κρασί. Ήπιε. Το ακούμπησε απαλά στο ξύλινο τραπέζι. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να σκεφτεί γιατί εκείνο το σημάδι δεν είχε φύγει από πάνω του, γιατί τόσα χρόνια δεν το έβλεπε, γιατί ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του. Δεν είχε εξήγηση. Μάλλον 80 χρόνια ζούσε πολύ γρήγορα και ξαφνικά εκείνο το απόγευμα έριξε ρυθμούς. Εστίασε ακόμη και στα ασήμαντα. Όμως ίσως και τα ασήμαντα έχουν κάποια σημασία τελικά. Γιατί οι πληγές επουλώνονται με βάση την ιατρική, αλλά δεν κλείνουν πάντα με βάση την ψυχολογία. Ή μήπως την πολιτική; Άγνωστο. Εκείνος πάντως 55 χρόνια μετά δεν είχε κάποιο ψυχολογικό απωθημένο με εκείνο τον μπάτσο που του πάτησε το χέρι. Πολιτικό παράπονο είχε. Που δεν κατάφερε αυτή τη σκατοφάρα να τη βάλει μια και καλή στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Αντιθέτως την έβρισκε πάντα μπροστά του. Άλλοτε να συνεπικουρεί το παρακράτος, άλλοτε να στελεχώνει τη χούντα, άλλοτε να υμνεί τον εθνάρχη, άλλοτε να περιφρουρεί την αλλαγή, άλλοτε να υπερασπίζεται τις επενδύσεις, άλλοτε να εφαρμόζει τα μνημόνια, άλλοτε να δέρνει, να κλωτσάει, να πατάει. Πάντα όμως αυτό το εξουσιαστικό σινάφι, η εμπροσθοφυλακή της εκάστοτε εξουσίας ήταν παρούσα στη ζωή του. Με τους απαίσιους ανθρώπους της, με τη γκροτέσκο αισθητική της, με την απειλή του όπλου που βρίσκεται στη θήκη της. Ο μπάτσος ως φιγούρα, ως έννοια, μα κυρίως ως υλική αποτύπωση της εξουσίας ήταν εκεί. Ήταν μπροστά του, πίσω του, δεξιά, αριστερά του. Ήταν καρφωμένη στο χέρι του. Στο σημάδι που είχε στον καρπό του. Νευρίασε.

Έριξε απότομα ένα χαστούκι στο ποτήρι και το πέταξε κάτω. Ασυνείδητα, αυθόρμητα, χωρίς την έγκριση κανενός. Έτσι του ‘ρθε. Τα θρύψαλα από τα γυαλιά γέμισαν το ξύλινο δάπεδο. Το κόκκινο κρασί σκόρπισε σαν αίμα ανάμεσά τους ρέοντας προς κάθε κατεύθυνση. Το κοίταζε επίμονα ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Άκουγε του παλμούς της μέσα στο άδειο δωμάτιο σαν χτύπους ρολογιού που μετράνε αντίστροφα.

«Δε θα σας αφήσω να μου ξαναπατήσετε το χέρι ρε καριόληδες» ψιθύρισε ουρλιαχτά.

Φίλησε το σημάδι του, δάκρυσε και πήρε το μπαστούνι του.

Στη Σταδίου θα στεκόταν όρθιος αυτή τη φορά.

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Ο παππούς μου ο Νίκος



Τον θυμηθήκαμε σήμερα το βράδυ στο τραπέζι. Και καλό είναι να μην τους ξεχνάμε.

Ο παππούς μου, από τον οποίο πήρα και το όνομά μου, γεννήθηκε το 1924 στην Κέρκυρα. Όπως κάθε νεολαίος του νησιού από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική. Έπαιζε όμποε. Ένα ορχηστρικό πνευστό με πολύ ιδιαίτερο ήχο. Έφτασε να γίνει το πρώτο όμποε της Λυρικής σκηνής και να παίξει ακόμη και με τη Μαρία Κάλλας. Παράλληλα όμως δούλευε και στα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Το πρωί στο γραφείο και το βράδυ μέχρι αργά πρόβα. Δήλωνε κεντρώος και δεν ψήφισε ποτέ του δεξιά. Πιτσιρικάς μάλιστα είχε περάσει από την ΕΠΟΝ στην Κέρκυρα για λίγο. Ίσως αυτός να ήταν και ένας από τους παράγοντες που επί χούντας πήρε δυσμενή μετάθεση για την Καβάλα όπου και έζησε για δύο χρόνια μακριά από την οικογένειά του.

Εγώ τον γνώρισα μόλις πέντε χρόνια από τη ζωή μου. Όμως θυμάμαι εικόνες του. Λάτρευε τη θάλασσα και με έπαιρνε μαζί του κάθε μέρα για μπάνιο στο εξοχικό του στη Νέα Μάκρη τα καλοκαίρια που με κρατούσε. Όταν γυρίζαμε σπίτι ξεπλενόμασταν και γελούσα με τον κάτασπρο πισινό του όταν του έπεφτε το μαγιό. Θυμάμαι επίσης ένα δειλινό να ανταλλάσσουμε πάσες στο δρόμο έξω από το σπίτι. «Άλλο λίγο και μετά πάμε μέσα γιατί νυχτώνει» θυμάμαι να μου λέει, αλλά όσο εγώ έπαιζα τόσο καθόμασταν. Θυμάμαι επίσης ότι στο υπόγειο του σπιτιού στη Νέα Μάκρη, είχε στήσει έναν ολόκληρο μπερντέ, είχε ετοιμάσει τις φιγούρες του Καραγκιόζη μία προς μία, και στο περίφημο πάρτυ των πέντε μου χρόνων κάναμε ολόκληρη παράσταση μαζί με τον πατέρα μου. Όλα αυτά μέχρι «να μεγαλώσει λίγο το παιδί και να του μάθω όμποε» έλεγε σε φίλους και γνωστούς. Τελικά έμαθα κιθάρα. Αλλά πιστεύω θα χαίρεται.

Δυο-τρεις ημέρες μετά από εκείνο το περίφημο πάρτυ, επέστρεψε στην καθημερινότητά του. Αυτό σήμαινε μπάνιο στη θάλασσα. Απαραιτήτως. Έτσι λοιπόν μαζί με τη γιαγιά μου κατεβήκαμε οι τρεις μας στην παραλία. Και ο παππούς ξηγιόταν ωραία. Παρότι τα περισσότερα παιδάκια έπαιζαν στα ρηχά, εκείνος μου φορούσε τα μπρατσάκια και μπαίναμε στα βαθιά. Εκείνος χαιρόταν την αλμύρα και τη θάλασσα και εγώ πλατσούριζα πλάι του νομίζοντας ότι είμαι κολυμβητής πρώτης τάξεως. Αυτό άλλωστε γινόταν κάθε μέρα σχεδόν. Η γιαγιά μου λίγο πιο πίσω είτε κολυμπούσε με κάποιες φίλες της, είτε μας παρακολουθούσε. Εκείνη την ημέρα όμως κάτι άλλαξε.

Ενώ κολυμπούσαμε ο παππούς άρχισε να αισθάνεται πιο υποτονικά. «Στέλλα να βγάλουμε έξω το παιδί» θυμάμαι να λέει στη γιαγιά μου. Η παραλία στη Νέα Μάκρη είναι αρκετά βραχώδης. Με τη βοήθεια της γιαγιάς μου βγήκα από το νερό, ακολουθούσε και ο παππούς αλλά πιο αργά. Βγαίνοντας από το νερό, έκανε τρία βήματα και ξάπλωσε για λίγο μπρούμυτα στα βράχια. Μετά από λίγο ξανασηκώθηκε. Έκανε άλλα τρία βήματα και ξαναξάπλωσε στην άμμο. Έπειτα σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι την ομπρέλα μας. Ξάπλωσε στην ψάθα και θυμάμαι τη γιαγιά μου ανήσυχη κάθε δύο λεπτά να τον ρωτάει «Νίκο είσαι καλά;». Ο παππούς γύριζε καθησυχαστικά και της έλεγε πως είναι εντάξει. Μία, δύο. Την τρίτη φορά που τον ρώτησε ο παππούς δεν αποκρίθηκε. Ήταν πια αργά. Είχε πια φύγει…

Εικόνες λοιπόν. Γιατί το παιδικό μυαλό με έναν ακατανόητο τρόπο ρουφάει στιγμές σα σφουγγάρι. Και όσο μεγαλώνουμε έχει σημασία να το στύβουμε αυτό το σφουγγάρι. Γιατί μέσα στους πόρους του κρύβει ακόμη σταγόνες. Σταγόνες μέσα που κρύβουν εγκλωβισμένες στιγμές. Υγρές στιγμές. Άλλοτε από τη χαρά της μνήμης και άλλοτε από τη λύπη της απώλειας. Όμως αυτή η υγρασία δεν έχει εξατμιστεί. Και αυτή είναι η μαγεία της.

Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι ο παππούς έφυγε όπως ήθελε. Δίπλα στη θάλασσά του, παίζοντας με το συνονόματο εγγονό του. Και είναι παράξενο. Γιατί ο θάνατος σε επιλέγει, δεν τον επιλέγεις. Σε επιλέγει χωρικά και χρονικά. Από μια οντότητα σε μετατρέπει σε μια ανάμνηση. Η ύπαρξή σου δεν εξαρτάται πλέον από σένα αλλά από εκείνους που αφήνεις πίσω σου. Και ο παππούς μου ο Νίκος με άφησε πίσω του όπως ήθελε. Ασφαλή και ευτυχισμένο. Έζησε λίγα λεπτά παραπάνω για να βγω έξω από το νερό. Και έτσι μπορώ και τον θυμάμαι σήμερα 21 χρόνια μετά.

Το πιο φοβερό όμως είναι ότι ο παππούς πεθαίνοντας νίκησε το θάνατο. Δεν υποτάχθηκε μπροστά του. Έσβησε ήρεμος, την αγαπημένη του εποχή, στο αγαπημένο του μέρος και με τους αγαπημένους του ανθρώπους. Σα να διάλεξε εκείνος τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο. Έκανε τις τελευταίες του στιγμές τέχνη μέσα σε ένα απίστευτο Ιουλιάτικο μοτίβο.

Και αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ. Είναι αυτό που μου άφησε κληρονομιά.

Ο παππούς μου ο Νίκος.