Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Ο άγνωστος Χ


Ο Χ όταν ήταν μικρός ήταν ντροπαλός. Δίσταζε, είχε αμφιβολίες και δεν έκανε εύκολα φίλους.

Ο Χ ένα βράδυ ξύπνησε απότομα. Άκουσε χτυπήματα στην πόρτα. Μπήκαν δυο αστυνομικοί και άρπαξαν τον πατέρα του με τα σώβρακα. Τρόμαξε.

Ο Χ κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήγε σχολείο την επόμενη μέρα και είδε δυο περίεργους κυρίους να μιλούν με τη δασκάλα του.

Ο Χ άρχισε να βγάζει σπυράκια και να ακούει Doors. Η μητέρα του τον συμβούλευε να μην αφήνει πολύ μακριά τα μαλλιά του και να μην κάνει απουσίες.

Ο Χ μια μέρα έμαθε ότι ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής. Ξεκίνησε να διαβάζει κρυφά τους λόγους για τους οποίους δεν τον έβλεπε για χρόνια.

Ο Χ άρχισε να πιστεύει ότι πίσω από τις σημαίες και τις φουστανέλες κρυβόταν μίσος. Το έβλεπε στα μάτια των παπάδων, των ασφαλιτών και των περιπτεράδων.

Ο Χ ένα πρωινό πληροφορήθηκε ότι μαζεύεται κόσμος στην Πατησίων. Πήρε την τσάντα του και με δυο φίλους τράβηξε προς τα εκεί.

Ο Χ γοητεύτηκε από τη δύναμη του πλήθους, τις ιαχές και τα αλλόκοτα συνθήματα. Ένας εργάτης του έδωσε ένα κείμενο.

Ο Χ την επόμενη μέρα έμαθε ότι η ασφάλεια ζήτησε από το διευθυντή το απουσιολόγιο της τάξης του. Άλλαξε γνώμη για εκείνον όταν έμαθε ότι αρνήθηκε να το δώσει.

Ο Χ ξανακατέβηκε στην Τοσίτσα, στην Πατησίων, στη Στουρνάρη. Και να τον μπαγλαρώνανε δεν τον ένοιαζε. Ίσως ξανάβρισκε τον πατέρα του.

Ο Χ μια μέρα μετά έμαθε ότι τανκς μπήκανε στο Πολυτεχνείο. Η μάνα του του απαγόρευσε να βγει από το σπίτι και έκαψε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά που είχε.

Ο Χ λίγο μετά είδε το καθεστώς των τανκς να καταρρέει. Είδε τον κόσμο να βγαίνει στο δρόμο και τον πατέρα του να γυρνάει σπίτι. Πιο γερασμένος και με άσπρους κροτάφους.

Ο Χ παρότι σπούδασε και έπιασε δουλειά, συνέχισε να κατεβαίνει στο δρόμο. Έζησε την εργατική μεταπολίτευση και διάβαζε συγκεκριμένες εφημερίδες.

Ο Χ είδε συνομηλίκους του να κάνουνε καριέρα στην πολιτική. Κάποιους τους πέτυχε στο δρόμο αλλά απέφυγε να τους χαιρετήσει. Ίσως έκανε λάθος. Μπορεί να τον βόλευαν.

Ο Χ καθώς περνούσαν τα χρόνια δεχόταν κατηγορίες ότι ανήκει στη γενιά του Πολυτεχνείου. Ποτέ δεν κατάλαβε όμως ποια είναι αυτή η γενιά.

Ο Χ τα τελευταία χρόνια κουράστηκε. Απέκτησε και αυτός άσπρους κροτάφους σαν τον πατέρα του. Μάλλον τον γέρασε η διαρκής νιότη.

Ο Χ αποφάσισε να αποσυρθεί, να κατεβάσει ρολά. Για μια τελευταία φορά όμως, αποφάσισε να περπατήσει γύρω από το Πολυτεχνείο στην Πατησίων.

Ο Χ ακούμπησε τα κάγκελα της πύλης, διάβασε δυο συνθήματα στον τοίχο και ένιωσε τα μάτια του λίγο υγρά. Δύο πιτσιρικάδες τον κοίταξαν με απορία.

Ο Χ τους πλησίασε με καθαρή συνείδηση. «Θέλω να ξέρετε πως δεν ανήκω στην περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου. Ανήκω στην άγνωστη γενιά των πολλών Πολυτεχνείων» τους είπε τρέμοντας.

Ο Χ έστριψε και χάθηκε στη νύχτα. Ίσως τον ξαναδεί κάποιος να γυρίζει. Ίσως και όχι. Πάντως ο Χ υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει. Και ας είναι μια άγνωστη μεταβλητή.