Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2019

Φ, Χ, Ψ και Ω


Ο Φ κατάπιε νερό. Αλμυρό και ορμητικό. Κουνούσε χέρια και πόδια για να μείνει στην επιφάνεια. Ένα κύμα τον ξαναχτύπησε.

Είδε τον Χ δίπλα του να εξαφανίζεται κάτω από αφρούς. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξεπήδησε πέντε μέτρα μακριά του ρουφώντας από το στόμα του οξυγόνο με μανία. Ο Ψ και ο Ω κρατιόντουσαν σφιχτά πιο πέρα. Κολυμπούσαν με το ένα χέρι και με τα πόδια. Από κάτω τους το χάος. Ίσως να υπήρχαν ψάρια. Ίσως υποβρύχια. Ίσως πτώματα.

Αλμυρή πολύ η θάλασσα αλλά πιο αλμυρό το κλάμα του Ω. Όταν αναποδογύρισε η βάρκα έχασε από τα μάτια του τη Μ και τη Ν. Στην προσπάθειά τους να σώσουν το μικρό Υ κάπου χάθηκαν μέσα στο μπλε. Ο Φ, ο Χ, ο Ψ και ο Ω ήταν παιδιά. Το Υ ήταν βρέφος. Ο Χ άρχισε να ζαλίζεται, να χάνει τις αισθήσεις του. Ο Φ του φώναξε να μην πεθάνει. Ο Χ δεν τον άκουσε. Έκανε πάντα του κεφαλιού του.

Ο Ψ και ο Ω χωρίστηκαν όταν είδαν τον Φ να κολυμπάει μάταια προς το νεκρό Χ. Προσπάθησαν να τον σώσουν αλλά χάθηκαν στην πορεία. Τους κατάπιε η θάλασσα λίγο πιο πέρα. Σε ένα άτεχνο ελεύθερο. Σε μια κραυγή χωρίς αντίλαλο.

Ο Φ έμεινε μόνος του. Βούταγε το κεφάλι του και άνοιγε τα μάτια του. Φώναζε στη γλώσσα του, εκλιπαρούσε το θεό της πατρίδας του, έκλαιγε με την απελπισία του κάθε ξεχασμένου. Δεν μπορεί να είναι τόσο μόνος. Κάποιος θα τον ακούσει. Κάποιος θα τον σώσει. Κάποιος θα του δώσει μια σανίδα.

Κανείς. Η καφέ σκιά στο βάθος άρχισε να θολώνει. Η γη απομακρυνόταν. Η θάλασσα ανέβαζε τη στάθμη της. Τα χέρια του είχαν κουραστεί. Τα πόδια του αρνούνταν να κουνηθούν. Τα μάτια του υποτάσσονταν στο φως του ήλιου και στο χτύπημα των κυμάτων. Ο Φ ένιωθε το σώμα του να τον εγκαταλείπει. Να ζητά επίμονα τους φίλους του. Τον Χ, τον Ψ και τον Ω.

Μόνο η ψυχή του έστεκε αγέρωχη. Μόνο η ψυχή του δεν έχανε τις δυνάμεις της. Γιατί πάνω της ήταν γραμμένες οι μνήμες της προσφυγιάς. Της σκόνης, του γκρεμισμένου σπιτιού, της νύχτας, του φορτηγού, της μικρής τσάντας στην πλάτη, του συρματοπλέγματος, της φωτογραφίας στη μέσα τσέπη, της βάρκας, του Χ, του Ψ και του Ω.

Αυτή η ψυχή ζούσε ακόμη. Όμως δεν ήθελε να ζητιανέψει τη ζωή της από τους άψυχους. Προτίμησε να διεκδικήσει το θάνατό της μαζί με τα φιλαράκια της. Τον Χ, τον Ψ και τον Ω.

Άλλωστε μάταιος κόπος. Ποιος νοιάζεται για μια κυνηγημένη ψυχή σήμερα.