Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Χάρτινο σπίτι


Φορούσε μια ποδιά από αυτές τις παλιές. Όχι αυτές που φοράνε οι γκουρμεδοσέφ και οι τηλεαστέρες. Την ποδιά που δε φοριέται τιράντα αλλά απ’ τη μέση και κάτω.

Ήρθε ο ίδιος να μας πάρει παραγγελία κρατώντας το παλιό τεφτέρι του. Αν μάζευε αυτά τεφτέρια ίσως να έχτιζε ένα όμορφο χάρτινο σπίτι. Όμως σπίτι του ήταν αυτό το μικρό ταβερνάκι. Είχε δυο λαμπίτσες απ’ έξω πάνω από την ταμπέλα με το όνομά του. Μέσα ήταν μικρό και ζεστό, ιδανικό για κρασοκατάνυξη ή ρακή, με λίγο Μάρκο ή Τσιτσάνη να χαϊδεύουν κουβέντες παθιασμένες. Κουβέντες για χαμένους έρωτες, πολιτικές ματαιότητες και λάθος αποφάσεις. Στον ένα τοίχο ήταν κρεμασμένος ένα τζουράς. Πρέπει να κάνει γκεστ εμφανίσεις τις Παρασκευές, ή κανα χειμωνιάτικο Σάββατο.

Δεν ήρθε σε μας πριν τελειώσει τις παραγγελίες στα άλλα δύο τραπέζια. «Όλα φρέσκα είναι να ξέρετε», μας είπε. Παρότι είναι ο μάγειρας, ήρθε ο ίδιος να πάρει την παραγγελία. Ίσως ψυχολογεί τους ουρανίσκους, ίσως λατρεύει τη διαδικασία, ίσως είναι απλή συνήθεια.

Φάγαμε, ήπιαμε. «Ευχαριστούμε πολύ» του είπαμε φεύγοντας. «Μισό λεπτάκι», έβαλε το χέρι στην τσέπη και μας έδωσε μια κάρτα. «Μετά από τριάντα χρόνια, το αφήνω το μαγαζί, να με θυμάστε».

«Για ποιο λόγο;» τον ρωτήσαμε. «Νιάρχος» απάντησε μονολεκτικά. «Ήρθανε εδώ και αγοράσανε τα πάντα, θέλουνε λέει να το κάνουνε ξενοδοχείο το μαγαζί μου επειδή είναι δίπλα στο ίδρυμα. Σκέφτηκα να τα βάλω μαζί τους αλλά δεν έχω τύχη. Θα μου στείλουνε λέει την εφορία, το υγειονομικό, που να μπλέκω και με δικηγόρους, δεν έχω τύχη».

«Και τώρα τι θα κάνετε;» τον ξαναρωτήσαμε.

«Βρήκα ένα μικρό χώρο λίγο πιο κάτω. Θα δούμε».