Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016
Ρυτίδα στους δρόμους
Ρυτίδα. Χαρακιά που αφήνει ο χρόνος στο πρόσωπο και στην ψυχή. Στο κενό της σφηνώνουν αναμνήσεις ή δραπετεύουν ιστορίες.
Τον είδαμε πεσμένο και αβοήθητο στο πλάι του πεζοδρομίου στα Προπύλαια. Κοίταζε σα χαμένος το πλήθος που περνούσε βιαστικά. Πατημένα 75. Όμως ο ίδιος δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε για να σηκωθεί, να κάνει ένα βήμα. Δεν έδειχνε ρακένδυτος ή επαίτης. Ήταν ένας καλοβαλμένος παππούς που κοίταζε τον κόσμο αμήχανα να τον προσπερνά παρότι είχε σωριαστεί στην άκρη του πεζοδρομίου. Ή το άγχος της πτώσης τού αδρανοποίησε τη σκέψη ή η αδιαφορία των γύρω τού προκάλεσε τον παραλυτικό θαυμασμό ή η υπερβολική αξιοπρέπειά του τον έκανε να μη θέλει να παρακαλέσει για το προφανές. Για ένα χέρι να τον σηκώσει. Έστεκε ανάσκελα και απλώς κοίταζε αμήχανα.
Τον πλησιάσαμε, και τον ρωτήσαμε αν είναι καλά. Βάλαμε τα χέρια μας ανάμεσα από τα δικά του και τον σηκώσαμε. Έκατσε στο κοντινότερο παγκάκι. «Είστε καλά;» τον ρωτούσαμε με τη φίλη μου. Μας κοίταξε μέσα από τα γυαλάκια του με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Έδειξε με το χέρι του το πόδι του και σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του. Είχε γδαρθεί το γόνατό του. «Θέλετε να σας βοηθήσουμε να πάτε σπίτι; Που μένετε;». «Μένω κοντά, Χαλκοκονδύλη» απάντησε, ξαναζωντανεύοντας το μυαλό του μετά από κάποιες ερωτήσεις που του κάναμε. «Θέλετε να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον οικείο σας ή στα παιδιά σας να σας βοηθήσουν να γυρίσετε σπίτι;» τον ρωτήσαμε ξανά. «Ποια παιδιά μου, δεν υπάρχει κανείς» ψέλισε σα να μην ήθελε να ακούσουμε αυτό που είπε. Σαν να μην ήθελε να τον δούμε ξαπλωμένο και ταπεινωμένο, όπως ο ίδιος νόμιζε, πριν 5 λεπτά. «Και πώς θα γυρίσετε;» τον ρωτήσαμε ξανά. Ξαφνικά βάζει δύναμη, κρατιέται από το χέρι μου και σηκώνεται παρότι έδειχνε να πονά μόνο που στεκόταν όρθιος. «Μπορώ να γυρίσω μόνος μου» είπε και πάλι μέσα από τα δόντια του προσπαθώντας να το πιστέψει και ο ιδιος. Άρχισε να μισοπερπατάει και να χάνεται στην άκρη του δρόμου ανάμεσα σε ένα πλήθος που κοιτάει τη δουλειά του. Σε ένα πλήθος που έχει μάθει να μην μπλέκει και να φροντίζει να φτάνει παντού στην ώρα του. Σε ένα πλήθος που η ζωή του είναι τόσο τραγικά προβλέψιμη ώστε ακόμη και τα βήματά του μοιάζουν αυτοματοποιημένα.
Δεν ξέρω αν ο παππούλης έκανε ασκήσεις θάρρους ή αν όντως μπορούσε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του. Ξέρω ότι η μοναξιά και η εγκατάλειψη των δυνάμεων των ανθρώπων που ο χρόνος τους φόρεσε ρυτίδες, είναι η πιο άρρωστη επινόηση του θεού στον οποίο ακουμπάει τις ελπίδες της η τρίτη ηλικία. Δεν ξέρω αν ο παππούλης είχε άνοια ή το μυαλό του ήταν στη θέση του. Ξέρω ότι η ανία μιας ζωής χωνιασμένης σε κουτάκια με υποχρεώσεις και προειδοποιήσεις, είναι η πιο μεγάλη απώλεια του λογικού.
Σήμερα θαύμασα τον πεσμένο παππού. Γιατί σαν έφηβος αναμετρήθηκε με τις δυνάμεις του και γύρισε τον κόσμο. Άσχετα αν ο κόσμος του φτάνει από τη Χαλκοκονδύλη μέχρι την Πανεπιστημίου. Σαν έφηβος έβγαλε εγωισμό και δε θέλησε να γίνει περίγελος. Άσχετα αν έγδαρε το πόδι του. Σαν έφηβος πείσμωσε και ξανασηκώθηκε στα πόδια του. Άσχετα αν στο επόμενο στενό κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε.
Ήταν ένας έφηβος σε μια γερασμένη πόλη με γερασμένους ανθρώπους και γερασμένα κτίρια. Τόσο γερασμένους, που δεν μπόρεσαν να σηκώσουν από το πεζοδρόμιο έναν 75χρονο έφηβο που παραπάτησε.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι γέρασα και γω σήμερα. Βρήκα μια ρυτίδα στη μούρη μου. Γιατί καθώς περπάταγα θα προσπέρναγα και γω τον παππού αν δε σταμάτούσε η φίλη μου.
Και αυτή είναι μια ένοχη που δε θα μου συγχωρήσω ποτέ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου