Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Το πέρασμα του πεζόδρομου


Βγήκα από το τρένο και άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά προς την έξοδο του μετρό. Από τα ακουστικά μου ακούγεται Σιδηρόπουλος. Μετρό-Πανεπιστήμιο. Πρωί πρωί ανηφορίζω τον πεζόδρομο για τη σχολή και αντικρύζω το οξύμωρο. Μεγαλοπρεπή κτίρια, αρχιτεκτονικά αξιοθέατα και προτομές αγαλμάτων γίνονται η πλάτη που ακουμπούν επαίτες και τοξικομανείς τα ταλαιπωρημένα τους κορμιά. Οι πλάτες των κτιρίων ίσως είναι προτιμότερες από τις πλάτες των ανθρώπων. Κάπου στο βάθος δέκα περίεργοι με ύφος κατασκόπου περιμένουν τον πελάτη να σηκωθεί. Έχει παράξενη συννεφιά και τον Παύλο διαδέχεται η "Ασημένια σφήκα" από Υπόγεια Ρεύματα. Προχωρώ. Αναρχικά συνθήματα ουρλιάζουν πάνω από την αφασία της πρέζας όμως αυτή σαν παιδοκτόνος μάνα αγκαλιάζει τα παιδιά της. Στραβό περπάτημα, σώμα πληγή και φωνή λαβωμένου στρατιώτη. Χέρια σε θέση ζητιανιάς όχι για επιβίωση αλλα για το αντίθετό της. Κάποιοι το κατορθώνουν και έρχονται ένα ευρώ πιο κοντά στην αγορά του θανάτου. Είμαι στη μέση του πεζόδρομου. Γύρω μου οι διεκδικητές της πρέζας ποικίλουν. Μια άλλοττε όμορφη κοπέλα με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, απογοητευμένοι επαναστάτες, πρώην χουλιγκάνια, γέροι άποροι, μάνα με δύο κόρες και ένα σακουλάκι στο χέρι, μετανάστες χωρίς προσδοκίες και γενικότερα άτυχοι περιστάσεων συνθέτουν ένα λούμπεν αποχαυνωμένο μείγμα που μοιάζει να ζητάει με μανία και πάθος το δυνάστη του. Αυτή η εικόνα του πεζόδρομου όμως ίσως να προσωποποιεί και μια πτυχή του σαπισμένου σου εαυτού, σκέφτηκα. Την πτυχή που φοβάται και που τρυπιέται στην πρώτη δυσκολία χωρίς να σηκώνει κεφάλι, την πτυχή που δε διαβάζει το σύνθημα στον τοίχο αλλά την ενοχλεί που βάφτηκε ο τοίχος, την πτυχή που αναζητά και αυτή στο ευρώ το όνειρο, την πτυχή που είναι ιδεολογικά άστεγη και συναισθηματικά άπορη. Έτσι χάνεται η ζωή "μέσα σε κίτρινους ανθρώπους/ βρώμικα τζάμια/ κι ανιστόρητους συμβιβασμούς" έλεγε η Κατερίνα Γώγου. Στο πάτωμα μια σύριγγα και δύο κόκκινες κηλίδες αίματος δηλώνουν το προηγούμενο πέρασμά τής αόρατης ευδαιμονίας. Φτάνω στο τέλος του πεζόδρομου. Οι ντίλερς αποχωρούν έχοντας εκπληρώσει το σκοπό τους ή το σκοπό άλλων και ένας έφηβος στη γωνία του κτιρίου δένει σφιχτά το μπράτσο του μ'ένα λάστιχο ώστε να βρει ευκολότερα τη φλέβα. Περνώ την Ακαδημίας. Δύο μπάτσοι συλλαμβάνουν ένα μετανάστη. Πουλούσε χαρτομάντηλα.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Αντίο...

Γεννημένη το '30. Πατρινιά, ισχυρός χαρακτήρας, ορφανή από πατέρα με άλλα τέσσερα αδέρφια. Το σεντούκι των αναμνήσεών της γεμάτο από εμφυλιακές συγκρούσεις καθώς ήταν γειτόνισσα του τότε αστυνομικού τμήματος της Πάτρας. Συχνά πυκνά στα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια μου διηγούταν τις ίδιες ιστορίες με τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια γεγονότα αλλά πάντα με το ίδιο απαράμιλλο πάθος. Πάντα δυναμική. Η δεκαετία του '50 τη βρήκε παντρεμένη. Απαλλαγμένη από τις κακουχίες του παρελθόντος διακρίνεται για την αστική της φινέτσα και την προσεγμένη της εμφάνιση. Ποτέ δεν υπήρξε αμιγώς νοικοκυρά καθώς εργαζόταν από πολύ νέα στα ελληνικά ταχυδρομεία. Ήταν μία από τις λίγες γυναίκες που οδηγούν στην Αθήνα και αυτό την καθιστά ανεξάρτητη. Ψηφοφόρος αρχικά της ΕΡΕ και μετά της ΝΔ όχι λόγω πεποιθήσεων αλλά συγκεκριμένων βιωμάτων. Οι υλικές στερήσεις του παρελθόντος την κάνουν να αγαπήσει την κατανάλωση. Προβαίνει σε κάποιες σημαντικές αγορές ωστόσο κάποιες φορές με υπερβολή. Υπήρξε δυνατό στήριγμα των παιδιών της και άτομο που καλώς ή κακώς εμπιστευόταν εύκολα. Θαύμαζε και έκανε συχνά αναφορές στη μητέρα της. Μετά το θάνατο του συζύγου της η νοσταλγία του παρελθόντος και οι μνημονικές αναδρομές πύκνωναν σε κάθε συζήτηση μαζί της μετά το φαγητό. Κάπου χαμένο σε αυτές τις μνήμες άρχισε να χάνεται και το μυαλό της. Έτσι λοιπόν το άλλοτε στοργικό βλέμμα της που με αγκάλιαζε και με έσφιγγε από αγάπη μετατράπηκε σε ένα κενό βλέμμα ενός ανοιακού ανθρώπου. Δείγματα της παρελθούσας αρχοντιάς της ήταν πια μόνο το σήκωμα του φρυδιού, ο τρόπος που καθόταν βάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο -όπως όλες οι σωστές κυρίες- και κάποια δαχτυλίδια που στόλιζαν ακόμη τα ροζιασμένα της δάχτυλα. Αυτή η γυναίκα ήταν η μητέρα του πατέρα μου και η μετέπειτα νταντά του γράφοντος, ο οποίος τη γνώρισε με τα μάτια ενός νεογέννητου βρέφους και σήμερα το απόγευμα την αποχαιρέτισε με την καρδιά ενός εφήβου.
Γιαγιά καλό σου ταξίδι...