Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Ε και λοιπόν;

Τίποτα. Μυρίζει κάτουρο η άκρη του δρόμου. Στη γωνία πριν το περίπτερο κοιμάται ένας άνθρωπος. Ο παράπλευρος δρόμος φλερτάρει με την πρέζα και την ενοικίαση πρόσκαιρου ερωτισμού. Λίγο πιο πάνω μπάτσοι κυνηγάνε μετανάστες. Κάπου κάπου υπάρχουν ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια και νοικοκυραίοι που εκτονώνονται στο προ-πο. Στη διασταύρωση βρίζονται ταξιτζήδες για τη σειρά. Δυο κυρίες με τσάντες από τη λαϊκή σιχτιρίζουν τα λαμόγια που κατέστρεψαν τη χώρα. Γρήγορα σπίτι για μαγείρεμα και μεσημεριανό ύπνο. Το βράδυ σαπουνόπερα και μετά ειδήσεις. Φόβος μη χτυπήσει την πόρτα ο διαχειριστής. Στην προσποίηση της απουσίας. Στα σβησμένα φώτα και τη σιωπή. Καμιά φορά το επαναλαμβανόμενο «ενοικιάζεται» δημιουργεί την ασφάλεια της ανεπάρκειας που γίνεται κανονικότητα. «Στεναχωριέμαι αλλά πρέπει». «Νευριάζω αλλά άστο». Ένα σωρό ζευγάρια μάτια αρνούνται το χρώμα τους για την αντανάκλαση της αναμμένης οθόνης στους γυαλιστερούς βολβούς τους. Μα τι νόημα έχει ο ουρανός όταν τα μάτια είναι κλειστά; Τι νόημα έχει το άρωμα όταν η μύτες αποδέχονται την αξία του δακρυγόνου; Τι νόημα έχει η πραγματικότητα όταν τα χέρια που την αλλάζουν βαράνε παλαμάκια στο ενδεχόμενο του ακρωτηριασμού τους; Παρεξήγηση. «Είμαι έντιμος, πληρώνω τους φόρους μου και δεν είμαι τεμπέλης». Η ανέχεια ταυτίζεται με τη μη εντιμότητα και το κράτος μοιράζει διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης στους υπάκουους δια στόματος παρουσιαστών. Η γειτόνισσα άκουσε στο ραδιόφωνο πως "οι θυσίες τελειώνουν όπου να ‘ναι" και ξανάβαλε το παλιό ψηφοδέλτιο κάτω απ’το μαξιλάρι της.
Κάτι συνθήματα στα τσιμέντα της πόλης βρίζουν το μικροαστιλίκι. Κάποια άλλα, που απλώς δε γράφτηκαν, αδιαφορούν γι αυτό και το παρακάμπτουν. Άλλα φοβούμενα μην το τρομάξουν υποτάχθηκαν στη μιζέρια του. Κανένα όμως δεν το άλλαξε.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Ωραία ανοησία

Τι ωραία.

Στολίσαμε τη φτώχεια μας και είπαμε τα κάλαντα.

Ανάψαμε το τζάκι μπας και καεί η πλεονάζουσα απελπισία και επιδοθήκαμε σε μια σειρά από καλές πράξεις.

Δείγμα χριστιανοσύνης ή δείγμα ανθρωπιάς;

Δείγμα ακόρεστης ανοησίας.

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Ο Δεκέμβρης

Από το 2008 και μετά ο Δεκέμβρης άλλαξε. Έπαψε να μυρίζει μελομακάρονο και κουραμπιέ. Έπαψε να φλερτάρει με την ξάπλα δίπλα στο τζάκι και τα χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Ακόμη και το παρελθόν του γύρω στο ’44 σκιάστηκε από κάτι άλλο, πιο φωτεινό. Μάλλον ωρίμασε μέσα από το ξέσπασμα της νιότης του. Έγινε συνειδητός αποστάτης της μικροαστικής μιζέριας. Πέταξε τη βέρα του, το χρυσό σταυρό που του κολλήσανε από τη βάφτιση στο στέρνο και τις παντόφλες που τον μετέφεραν από τους τοίχους του ενός δωματίου στο άλλο. Δεν ήταν πια ο ίδιος Δεκέμβρης. Πολέμησε το κρύο με τη φλόγα του δρόμου, την κατήφεια με το τραγούδι της εξέγερσης και την καταστολή με το ρομαντισμό της βιαιότητας. Δεν ντύθηκε Άγιος Βασίλης για να ξεγελάσει τα παιδιά του, ούτε προχώρησε στις γιορτινές καλές πράξεις. Αντίθετα έγινε πολύ κακός. Έκαψε το δέντρο της πλατείας, έγραψε στίχους της Γώγου σε βιτρίνες ακριβών μαγαζιών και υπερασπίστηκε την τιμή του νεκρού γιου του όπως ο εξεγερμένος τη ζωή του. Συγκρούστηκε με το φρουρό του κρατικού κάστρου που ενίοτε γίνεται δολοφόνος και του προξένησε τραύματα. Τραύματα που σήμερα επουλώνουν οι φασίστες. Συγκρούστηκε με πάθος και κόκκινο πείσμα. Δε λύγισε, ούτε υποκλίθηκε στην αστική νομιμότητα. Μίλησε όπως έπρεπε. Χωρίς να φοβάται μήπως του βάλει απουσία η καθηγήτρια ή μήπως τον απολύσει το αφεντικό ή μήπως του κόψει τη σύνταξη το κράτος. Είχε καρδιά εφήβου και το σώμα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που κατάλαβε πως καμιά φορά η μεταμεσονύκτια έκρηξη είναι προτιμότερη από το ηλιόλουστο σκοτάδι. Τελικά «μας έμαθε πολλά το αίμα του... Δεκέμβρη».

Δεν ξεχνώ 6/12/2008