Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Σκισμένα παπούτσια

Φόρεσε τα σκισμένα του παπούτσια. Κλείδωσε την πόρτα, κατέβηκε τη σκάλα της πολυκατοικίας και βγήκε στο δρόμο. Άρχισε να περπατάει άσκοπα. Οι σόλες του είχαν βαρεθεί να έρχονται μούρη με μούρη με τις ίδιες κολλημένες τσίχλες στις πλάκες του πεζοδρομίου, τα ίδια κάτουρα των μεθυσμένων της προηγούμενης νύχτας στις γωνίες και τις ίδιες γόπες από τσιγάρα που κάπνισαν πριν λίγο κάθε λογής αλήτες και κύριοι. Σταμάτησε και χάζεψε λίγο τις εφημερίδες στο περίπτερο. Ίδιοι τίτλοι, ίδιες εικόνες, ίδια ψέματα. Μια αηδία ως προς το "έτοιμο" τον έκανε ανέτοιμο να ανταποκριθεί στις ανάγκες τις δικές του και στις προσδοκίες των άλλων από αυτόν. Υπ' αυτή την έννοια η αποχή του από τη συσκευασμένη ζωή του εκλαμβανόταν κατά διάφορους τρόπους από τον περίγυρο. Με φοβερή ευκολία ο "τεμπέλης", ο "απελπισμένος", ο "λούμπεν", ο "άτυχος", ο "κοπρίτης" και ο "καταθλιπτικός" συνενώνονταν σε ένα και μόνο πρόσωπο. Όλοι έψαχναν το λάθος σε αυτόν και όχι στο έξω από αυτόν. Συνέχισε να περπατάει. Περίμενε υπομονετικά το κόκκινο ανθρωπάκι του φαναριού και αφού πρασίνισε πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Παλιά διαφωνούσε με τη συγκεκριμένη εναλλαγή χρωμάτων. Στην απέναντι μεριά του δρόμου πρέπει να περνάμε όταν το ανθρωπάκι είναι κόκκινο από οργή και όχι όταν είναι πράσινο από τη μιζέρια, πίστευε. Τώρα το μόνο οξύμωρο των δρόμων το βρίσκει στις λακούβες στο κέντρο της πόλης.

Μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο από αυτά τα μεγάλα που έχουν από συνταγές μαγειρικής και χάρτες μέχρι τόμους φιλοσοφίας και πανεπιστημιακά συγγράμματα. Πήγε στον τομέα της λογοτεχνίας. Δεν έψαχνε κάτι συγκεκριμένο. Έτσι αναρωτιόταν τι διαβάζεται αυτή την περίοδο. Άρχισε να γελάει με τους τίτλους των γλυκανάλατων μυθιστορημάτων που παρουσιάζουν τον έρωτα σαν υποχρέωση, σα ταμπού, σαν επιδίωξη, σα φτηνό συναίσθημα και όχι σαν απρόσμενη κατάσταση. Ένα από αυτά τα κλασικά βιβλία που απευθύνονται σε κοριτσάκια της εφηβείας και σε προσφάτως χωρισμένες μεσήλικες κυρίες υπό τον τίτλο "Το κυνήγι των αφορμών" ήταν το αποκορύφωμα. Ήταν ένα βιβλίο τετρακοσίων σελίδων γεμάτων μπούρδες και με φωτογραφία εξωφύλλου ένα παλιό γράμμα πάνω στο οποίο ήταν ριγμένο ένα τριαντάφυλλο. "Το κυνήγι των αφορμών; για καμία αφορμή!", ξεστόμισε ειρωνικά. Ο υπάλληλος του έγνεψε να κάνει ησυχία. Συγκρατήθηκε. Πέρασε και από τους υπόλοιπους τομείς αλλά γι άλλη μια φορά κατέληξε στα παιδικά βιβλία. Του άρεσε την ασχήμια της ζωής να τη βλέπει υπό το φόβο των δράκων, των μαγισσών και των ξωτικών. Όχι από την καθημερινότητα.

Βγήκε από το βιβλιοπωλείο και συνέχισε να περπατάει κοιτώντας προς τα κάτω. Αφηρημένος καθώς ήταν χτύπησε με τον ώμο του έναν αντίθετα διερχόμενο. Εισέπραξε ένα βλέμμα μίσους δευτερολέπτων και αισθάνθηκε τυχερός που ο ψηλός κουστουμάτος που χτύπησε μιλούσε στο κινητό και δεν είχε όρεξη για καβγά. Είχε καιρό να καβγαδίσει. Η εικόνα του τσακωμού για τη θέση στο λεωφορείο ή για τη σειρά στο μίνι μάρκετ είχε υποβαθμίσει τελείως μέσα του την έννοια του καβγά. Προτιμούσε ο καβγάς τρίτων να αποτελεί μουσικό χαλί στην καθιερωμένη βόλτα του παρά ο ίδιος να χαρακτηρισθεί ως "γνωστός καβγατζής". Δεν υπήρχε αφορμή. Παλιά τσακωνότανε. Τώρα ή κουράστηκε ή βαρέθηκε. Ούτε κι αυτός έχει κάποια εξήγηση για την πρόθυμη απέχθειά του σε κάθε τι συγκρουσιακό. Μάλλον έχει αποδεχθεί ότι η σύγκρουση εξαντλείται είτε στο ακούραστο ξύλο των αμερικάνικων ταινιών είτε στους τσακωμούς των γριών της πολυκατοικίας του. Δυστυχώς ο ίδιος δε χωράει ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Όμως που χωράει; Ποιος είναι ο χώρος του; Αυτός πως ορίζει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο; Δεν ξέρει. Σήμερα τουλάχιστον προσδιορίζει τον εαυτό του ως έναν αδιάφορο περαστικό. Χθες δε θυμάται και αύριο άγνωστο. Υπάρχει περισσότερο μέσα του ο ρόλος του θεατή παρά του δράστη. Του θεατή ακόμη και του εαυτού του. Βλέπει τη ζωή του σα ντοκιμαντέρ μέσα από τους βολβούς των ματιών του. Όμως αν πεθάνει ποιος θα του αλλάξει κανάλι;

Στρίβει δεξιά και βλέπει δυο μπάτσους να τραμπουκίζουν μετανάστες ζητώντας τα στοιχεία τους. Απέναντι ο περιπτεράς διαβάζει αθλητική εφημερίδα. Πλησιάζει στο σημείο να δει τι συμβαίνει. "Δρόμο φίλε δική μας υπόθεση" φώναξε ο μπάτσος. "Δεν υπάρχει αφορμή", σκέφτηκε, "η αστυνομία τα κανονίζει αυτά". Πήγε στο περίπτερο και αγόρασε μια αθλητική εφημερίδα. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και προχώρησε συνετά. Όμως η εφημερίδα στη μασχάλη ήταν εκείνη την ώρα γι αυτόν ο,τι είναι η βίβλος στα χέρια ενός άθεου. Δεν μπορούσε να φύγει έτσι. Λίγο πριν στρίψει στην επόμενη στροφή κοίταξε πίσω. Μάταια, οι μετανάστες ήταν ήδη στα γόνατα και με χειροπέδες. Έστριψε. Πέταξε την εφημερίδα στον πρώτο κάδο. Σκέφτηκε τις γριές του από πάνω ορόφου που τσακώνονται διαρκώς. Γι άλλη μια φορά απέδειξε στον εαυτό του ότι αντιλαμβάνεται τη σύγκρουση μόνο σε αυτό το επίπεδο. Κι όμως κάτι μέσα του τον κλώτσαγε στο στομάχι. Κάτι μέσα του, του έλεγε ότι είναι δειλός και συμβιβασμένος. "Σκάσε" φώναξε μόνος του στη μέση του δρόμου. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανένας. Δεν χρειάστηκε να τσακωθεί.

Συνέχισε να προχωράει. Δουλειά δεν είχε, λεφτά δεν είχε. Είχε τουλάχιστον τη δυνατότητα να περπατάει χωρίς να τον τραμπουκίζουν οι μπάτσοι. Εκμεταλλευόταν αυτό το προνόμιο. Μόνο που μετά την αγορά της αθλητικής εφημερίδας το έκανε πολύ ενοχικά. Στο επόμενο στενό βρέθηκε σε μια εκκλησία. Αποφάσισε να μπει. Δεν είχε να χάσει τίποτα. Τον πήγαινε μια θεία του όταν ήταν μικρός και από τότε δεν ξαναπήγε. Δεν πίστευε στο θεό αλλά εκείνη τη μέρα ήθελε να πιστέψει σε ένα θαύμα. Ψιλά για το κερί δεν είχε. Κάθισε. Κυρίες που ξέρουν να τσακώνονται, όπως οι γριές του τρίτου, άρχισαν να κοιτούν επικριτικά τα σκισμένα του παπούτσια. "Ας προσευχηθούν αυτές για το καλό όλων μας" σκέφτηκε. Σηκώθηκε και έφυγε. Βγαίνοντας είδε στην είσοδο μια ζητιάνα. Δεν του κλάφτηκε ούτε του ζήτησε τίποτα. Είχε κι αυτός άλλωστε σκισμένα παπούτσια. Αισθανόταν κουρασμένος χωρίς να έχει κάνει τίποτα. Έκατσε για λίγο σε ένα παγκάκι στην πλατεία μπροστά από την εκκλησία. Στο απέναντι παγκάκι καθόταν ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων. Σκέφτηκε πως ποτέ ένα γλυκανάλατο μυθιστόρημα όπως "Το κυνήγι των αφορμών" δε θα καταπιανόταν με έναν τέτοιο έρωτα.

Βάδισε προς τα πίσω. Πολύ περίεργη η σημερινή βόλτα. Ίδια με τις προηγούμενες αλλά με κάτι διαφορετικό, με μια αίσθηση αυτοαπογοήτευσης για τη συνειδητή του απραξία. Το μυαλό του, τα χέρια του και η γλώσσα του έμειναν στάσιμα για μια ακόμη μέρα σε μια σειρά περιπτώσεων. Σήμερα, όμως, ενοχλήθηκε γι αυτό. Έτσι, όμως, ήταν η καθημερινότητα. Είχε συνηθίσει.

Κόντευε για το σπίτι όταν ξαφνικά έφαγε το στραπάτσο που έφαγε και η σόλα του όταν κόλλησε με την τσίχλα του πεζοδρομίου. Λίγο πριν φτάσει πρόσεξε από μακριά μια απρόσμενη κατάσταση, ή μάλλον την τελευταία του "απρόσμενη κατάσταση". Είχε αλλάξει αρκετά και είχε να της μιλήσει καιρό. Παρέμενε όμορφη και με την ίδια ζωντάνια στο βλέμμα. Τώρα που το καλοσκέφτεται εκείνη ήταν η τελευταία σύγκρουση στην οποία συμμετείχε κι αυτός. Η τελευταία ίσως φορά που είχε κάποιο ρόλο στο χωροχρόνο. Το γεγονός ότι βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά της κατάφερε να τον ορίζει στον κόσμο, να τον μετατρέψει από θεατή της ζωής του σε πρωταγωνιστή. Είχε ιδρώσει. Πώς να την πλησίαζε; Τι να της έλεγε; Έστεκε για λίγο και την περιεργαζόταν από μακριά. Έπρεπε να σπάσει την απραξία και την απάθεια που μαστίγωναν την έως τώρα μέρα του και την πρόσφατη ζωή του. Η προσέγγισή της ήταν ένα πολύ καλό πρώτο βήμα. Δεν έπρεπε να χάσει χρόνο. Εκείνη στεκόταν δυο γωνίες παραπάνω, όχι όμως για πάντα. Έπρεπε να προλάβει να της μιλήσει πριν φύγει. Άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος της. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά μετά από καιρό. Από μέσα του σκεφτόταν τι να της πει και έψαχνε μια αφορμή για να της πει να βγούνε. Το μυαλό του ήταν κενό και σε σύγχυση. Πέρασε την πρώτη γωνία. Λίγο ακόμη και θα την έφτανε, έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα κάτι καλό. Μια αφορμή. Ένας δρόμος πλέον τον χώριζε από εκείνη που περίμενε έξω από το γωνιακό καφέ. Κινήθηκε προς το μέρος της όταν ξαφνικά λίγο πριν τη φτάσει, από την άλλη μεριά του δρόμου εμφανίζεται ένας τύπος πιο γρήγορος στο βήμα από εκείνον αλλά με τον ίδιο προορισμό. Ο τύπος φτάνει πρώτος φιλάει την κοπέλα και μπαίνουν στο καφέ.

Πολύ κακό τέλος για έναν πολύ δύσκολο αγώνα δρόμου. Στάθηκε μόνος του στη μέση του δρόμου άπραγος. Ο προσδιορισμός του για σήμερα παρέμεινε αυτός του "αδιάφορου περαστικού". Δεν κατόρθωσε να τον αλλάξει. Δεν κατάφερε καν να της μιλήσει. Δεν είχε βρει καν την αφορμή που έψαχνε για να της πει να βγούνε.

Τι ειρωνεία, σκέφτηκε, είμαι ένας αποτυχημένος κυνηγός αφορμών σε ένα γλυκανάλατο μυθιστόρημα.