Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Να μη σβήσει αυτό που σιγοκαίει



Μια χρονιά πέρασε και αν αναλογιστεί κανείς το πόσο άδεια και κατώτερη των περιστάσεων φάνηκε η αντικαπιταλιστική αριστερά στη χώρα μας, ίσως αρχίσει να σκέφτεται ότι όλα τελείωσαν. Κάπου εκεί φαντάζουν δελεαστικά τα τυράκια της ανασφάλιστης και φθηνής εργασίας, του αποστιγματισμού από τη συλλογική πάλη και της μετανάστευσης. Βέβαια υπάρχει και άλλη μία πρόταση η οποία έρχεται τελευταία και καταϊδρωμένη. Αυτή της συνέχισης του αγώνα για μια ζωή χωρίς φτώχεια, πολέμους και ρατσισμό.

Υιοθετώντας κανείς την τελευταία πρόταση και ανασύροντας όλα τα ψυχικά και σωματικά αποθέματα δύναμης που απαιτεί μια τέτοια επιλογή μέσα στο συνεχιζόμενο μνημονιακό φόντο, οι ιστορικές εμπειρίες αποτελούν την καλύτερη πυξίδα. Όχι για να κάνουμε μια μηχανιστική και αλλοπρόσαλλη μεταφορά πολιτικών συμπερασμάτων του τότε στο σήμερα αλλά για να δούμε αν τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες περιόδους ύφεσης του εργατικού κινήματος από την επαναστατική αριστερά, μπορούν να μας βοηθήσουν στη ζωή μας σήμερα. Μια ζωή που την έχουν φυλακίσει στον καπιταλισμό του σήμερα, με τις εμπειρίες του σήμερα και τα αδιέξοδα του σήμερα. Όχι σε ιδεατές πραγματικότητες που ανταποκρίνονται στα επαναστατικά θέλω μας και στην κομμουνιστική βιβλιογραφία χωρίς να απαντούν στις άμεσες ανάγκες. Άλλωστε η ουσία της θεωρίας είναι να διευκολύνει την πράξη. Όχι να την περιπλέκει εγκλωβίζοντάς την σε καθαρά καλούπια. Δεν ψάχνουμε για αγίους και θαύματα, ψάχνουμε για κομμουνιστές και μεταβάσεις.

Ο Λένιν με μόλις δέκα λέξεις είχε περιγράψει την κατάσταση που επικράτησε στη ρώσικη αριστερά μετά την ήττα του 1905: «Κατάπτωση, αποθάρρυνση, διασπάσεις, σκόρπισμα, αποστασία, πορνογραφία στη θέση της πολιτικής». Δε θα κάνουμε την παρακινδυνευμένη έως επικίνδυνη αναλογία και ταύτιση του 1905 με το ελληνικό 2015 όσο και αν μπαίνουμε στον πειρασμό καθώς η αριστερά στην Ελλάδα παρουσιάζει τα ίδια ακριβώς συμπτώματα. Μιλάμε για διαφορετικές καταστάσεις, διαφορετικά επίδικα και διαφορετικά καθήκοντα. Το ίδιο όμως και στις δύο περιπτώσεις παραμένει η ουσία της ταξικής πάλης και οι αντανακλάσεις της εκάστοτε έκβασής της στον παράγοντα που μπορεί να αλλάξει την ιστορία, δηλαδή την εργατική τάξη και τις πολιτικές εκπροσωπήσεις της. Μετά την επικράτηση του ΟΧΙ το καλοκαίρι του 2015 και τη μεταστροφή του σε ΝΑΙ από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που ανέλαβε το ρόλο του καλύτερου εγγυητή του συστήματος και της μη εκτράχυνσης της κατάστασης, η αριστερά που επέμεινε στο δρόμο της ρήξης, φάνηκε να μπαίνει στο λούκι που περιέγραφε ο Λένιν 100 χρόνια πριν. Μικροηγεμονισμοί, αναζητήσεις καθαρών χεριών, στοχοποιήσεις συντρόφων, επιστροφή στη θεωρητική γωνία, διαδικτυακές αλληλοκατηγορίες και παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που διαπέρασαν τους ανθρώπους της αριστεράς σε διαπροσωπικό επίπεδο μέσα σε όλο το 2016. Ένα μείγμα απογοήτευσης, αγανάκτησης και μίσους χωρίς κεντράρισμα και συνολικό ξεκαθάρισμα στο κεφάλι του/της καθενός/μιας.

Το ακόμη χειρότερο είναι η συλλογική αναπαράσταση αυτής της παθογενούς και αδιέξοδης λογικής σε επίπεδο πολιτικών οργανώσεων, συλλογικοτήτων και μετώπων. Εύκολες είσοδοι και έξοδοι από μετωπικά εγχειρήματα, περιορισμένες συζητήσεις βάσης και παραγωγής γραμμής σε υπό διαμόρφωση μέτωπα, έτοιμες τεχνοκρατικές λύσεις χωρίς πολιτικό περιεχόμενο και απροθυμία στη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης είναι μερικά από τα συμπτώματα όχι των ανθρώπων, αλλά των οργανώσεών τους. Κάπως έτσι ξεπήδησαν τα πολύ εύκολα συμπεράσματα του τύπου «μα ο κόσμος δεν ξεσηκώνεται», τα οποία οδηγούν στον πολύ βολικό σχεδιασμό του αέναου απολογισμού της προηγούμενης περιόδου, της έναρξης μιας μακράς περιόδου ανασυνθέσεων και ανακατατάξεων στην αριστερά και της εκ νέου προσέγγισης της νέας περιόδου που ανοίγεται. Όλα αυτά την ώρα που το τρίτο μνημόνιο οργιάζει πάνω από τα κεφάλια μας εξαθλιώνοντας την κοινωνία και κλείνοντας το μάτι στο τέταρτο για να την αποτελειώσει. Όλα αυτά την ώρα που ιδιωτικοποιείται το σύμπαν, που οι τράπεζες κατάσχουν τα σπίτια των ανθρώπων, που η κοινωνική ασφάλιση καταρρέει και που ετοιμάζεται η πλήρης αποσάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Η αλήθεια είναι ότι η αριστερά νοσεί. Το ζήτημα είναι αν θες να χτυπήσεις τη νόσο και να βγεις στο δρόμο ή αν θες να την αντικαταστήσεις με άλλη νόσο και να μείνεις σπίτι σου διαβάζοντας παρ’ όλα αυτά μαρξισμό.

Αυτή τη στιγμή η ανάγκη δεν εστιάζει ούτε σε πεφωτισμένες ηγεσίες που είναι αποκομμένες από τις μάζες, ούτε στις μάζες που αδιαφορούν για τις ηγεσίες. Και οι δύο προσεγγίσεις μεμονωμένες οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο αδιεξόδων που αναζητούν λύσεις γύρω από το φάντασμά τους. Δεν υπάρχει κανείς που μπορεί να πείσει την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ότι μπορεί να τους δώσει λύση επιμένοντας σε ένα τεχνοκρατικό πρόγραμμα μετάβασης σε άλλο νόμισμα χωρίς αυτό να είναι δεμένο με ένα συνολικό μεταβατικό πρόγραμμα ταξικής αντεπίθεσης. Δεν υπάρχει επίσης κανείς που να μπορεί να πείσει την κοινωνική πλειοψηφία ότι μπορεί να εμπλακεί σε μια χειραφετητική διαδικασία χωρίς να την επερωτά για το διακύβευμα της κεντρικής πολιτικής διεξόδου. Ο αόριστος κινηματισμός που αναλώνει δυνάμεις σε διάφορα μεμονωμένα εγχειρήματα που είναι μεν αξιόλογα αλλά με συγκεκριμένα όρια και δυνατότητες δεν απαντάει στη συγκεκριμένη επίθεση του συστήματος με τα αντίστοιχα αόριστα όρια και δυνατότητες.

Είναι μείζον το να αναπτυχθεί μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις οργανωμένες δυνάμεις της αριστεράς με τις καταπιεσμένες μάζες της κοινωνίας προκειμένου να διαμορφωθούν οι όροι της δικής μας αντεπίθεσης και όχι οι συνθήκες της δικής μας αλληλοεξόντωσης. Από τις ήττες πρέπει να βγάζουμε συμπεράσματα για το πώς θα νικήσουμε την επόμενη φορά και όχι γιατί ήμασταν καταδικασμένοι να χάσουμε την προηγούμενη. Ο Λένιν μετά το 1905 έγραφε ότι «η ήττα δίνει στα επαναστατικά κόμματα και στην επαναστατική τάξη ένα πραγματικό και ωφελιμότατο μάθημα, μάθημα ιστορικής διαλεκτικής, μάθημα κατανόησης, ικανότητας και τέχνης για τη διεξαγωγή του πολιτικού αγώνα» ενός αγώνα που την επόμενη φορά πρέπει να γίνει «πιο πλατιά, πιο σωστά και πιο δραστήρια». Η ταύτιση της μούρης μας με αυτή του Λένιν θα ήταν ανεδαφική και αστεία. Η αξιοποίηση όμως των συμπερασμάτων του Λένιν για το σύγχρονο προχώρημα των δικών μας αγώνων επιβάλλεται. Η ταξική ανάλυση, η συγκέντρωση πολιτικής δύναμης, η ενιαιομετωπική λογική, η μεταβατική αντίληψη και η οργανωτική ανασυγκρότηση γύρω από τα αιτήματα του κόσμου για ψωμί, γη και ειρήνη θα είναι για πάντα επίκαιρες.

Όταν δε θα υπάρχουν φθηνοί και φτωχοί εργάτες, απολυμένοι, καταπιεσμένοι, άστεγοι και άποροι άνθρωποι, εξαθλιωμένοι και κατατρεγμένοι πρόσφυγες, τότε σίγουρα θα ζούμε μια άλλη ζωή. Μέχρι να αγγίξουμε όμως αυτή τη ζωή πρέπει να παλέψουμε στην υπάρχουσα μαζί με όλους τους παραπάνω με γνώμονα τα συμφέροντά τους. Αν δεν το κάνουμε θα πρέπει να απολογηθούμε. Όχι για την κατάντια μας, αλλά για τη δειλία μας να την αποτρέψουμε. Και η αποτροπή της κατάντιας δεν είναι η ζωή. Είναι απλώς το πρώτο βήμα.

Ας το κάνουμε το 2017. Κλείνει ένας αιώνας από τη ρώσικη έφοδο στον ουρανό.

Κάτι θα μας έμεινε σε αυτά τα 100 χρόνια…

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Η ξεχασμένη ιστορία του ελληνικού Τροτσκισμού



“Πάμε Ακροναυπλία γι αρχή μ’ αψηφισιά
για κάποιους μοναξιώτες μ’ ένα φεγγίτη μοιρασιά.
Θυμάμαι από τη Θήβα έναν λεβέντη γιατρό
η «ΟΠΛΑ» του χε τάξει να τον βρούνε μισερό.
Τον βρήκαν κρεμασμένο θα ‘βγαινε σε ένα μήνα
και κλέψαν το τεφτέρι του που θα ‘δινε στον Στίνα.
Να σε πάω Ικαρία, Μακρόνησο ή Γυάρο
για τη σιωπή μου εκεί κάποιοι με ‘λέγαν «Χάρο».”

Active Member, “Ο μπαρμπα Γιάννης και η απολησμονιά” (Το τραγούδι αναφέρεται στο Γιάννη Ταμτάκο, έναν τσαγκάρη τροτσκιστή από τη Θεσσαλονίκη που πρωτοστάτησε στους εργατικούς αγώνες της εποχής του)



Τα έβαλαν με τα σοσιαλδημοκρατικά και γραφειοκρατικά στοιχεία του ΣΕΚΕ αρχικά και του ΚΚΕ αργότερα. Επέμειναν στο να ενταχθεί το ΣΕΚΕ στην Κομμουνιστική Διεθνή και να μετονομαστεί σε ΚΚΕ. Αποτέλεσαν το βασικό θεωρητικό οπλοστάσιο του νεοσύστατου τότε κόμματος. Ήλεγχαν αρκετά σωματεία και συμμετείχαν στις μεγαλύτερες εργατικές κινητοποιήσεις του μεσοπολέμου με αποκορύφωμα το Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη. Εξέδιδαν εργατικές εφημερίδες και μαρξιστικά βιβλία. Διώχθηκαν από τη δικτατορία του Παγκάλου, από το βενιζελικό Ιδιώνυμο, από τη δικτατορία του Μεταξά, από τις κατοχικές δυνάμεις και τις δωσίλογες κυβερνήσεις τους και σφαγιάστηκαν από την ΟΠΛΑ. Οι έλληνες τροτσκιστές αποτέλεσαν το πιο γνήσιο και ατόφιο κομμάτι του εγχώριου κομμουνιστικού κινήματος όταν αυτό ήταν ακόμη στη νιότη του. Σήμερα, όμως οι αγώνες που έδωσαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και του Β’ΠΠ αντιμετωπίζονται με τραγικές συκοφαντίες και διαστρεβλώσεις. Η πίστη τους στη δύναμη της εργατικής τάξης, οι αναλύσεις τους για τον ελληνικό καπιταλισμό και η εμπλοκή τους στους εργατικούς αγώνες της περιόδου, τους δικαίωσαν. Το δυσανάλογο βάρος που είχαν αναλάβει στις πλάτες τους όμως, καθώς και το γεγονός ότι δεν το μοίρασαν μεταξύ τους τους τσάκισε.

Οι επαναστάτες μαρξιστές στο μεσοπόλεμο

Εμβληματική φιγούρα του ελληνικού τροτσκισμού αποτελεί ο Παντελής Πουλιόπουλος. Γεννήθηκε στη Θήβα το 1900 και έζησε εκεί μέχρι που τελείωσε το γυμνάσιο. Εν συνεχεία το 1919 εισάγεται στη Νομική Σχολή και οργανώνεται στο ΣΕΚΕ. Είναι φαντάρος κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου και αναπτύσσει έντονη αντιμιλιταριστική και αντιπολεμική δράση στη Μικρά Ασία συσπειρώνοντας γύρω του κομμουνιστικούς πυρήνες. Τυπώνει και μοιράζει προκηρύξεις αναδεικνύοντας τα πραγματικά αίτια του πολέμου στους φαντάρους. Η δράση του αυτή για την οποία και συνελήφθη, θα αποτελέσει τη βάση ώστε να παίξει ηγετικό ρόλο στο κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών αργότερα (1923-1925) το οποίο είχε πολύ μεγάλη κοινωνική απήχηση.

Ο Πουλιόπουλος, ένας μάχιμος δικηγόρος με απεριόριστη νομική υποστήριξη σε απεργούς και διωκόμενους εργαζόμενους, ένας διανοούμενος της αριστεράς με δυνατότητα να μιλά 10 γλώσσες και ένας κομμουνιστής που βρισκόταν σε διαρκή επαφή με την εργατική τάξη και το κίνημα, ήταν από τους πρώτους που εισηγήθηκε την μπολσεβικοποίηση του ΣΕΚΕ και την ένταξη στην Κομμουνιστική Διεθνή. Αποτέλεσε τον πρώτο εκλεγμένο Γενικό Γραμματέα του νεοσύστατου κομμουνιστικού κόμματος και αντιτάχθηκε σθεναρά στις σοσιαλδημοκρατικές τάσεις που υπήρχαν στο κόμμα. Με το ίδιο πάθος, όμως, αντιτάχθηκε και στη σταλινοποίηση των ΚΚ που προωθούνταν εκείνη την περίοδο από την Κομιντέρν. Όντας ένας αγωνιστής με μεγάλη μαρξιστική κατάρτιση μπορούσε να κατανοήσει τις διαμάχες που αναπτύσσονταν στη Μόσχα. Τον προβλημάτιζε η πορεία της ΕΣΣΔ και η γραφειοκρατία που γιγαντωνόταν. Συντάχθηκε με τον Τρότσκι και τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση κατανοώντας τις αντιφάσεις που αντιμετώπιζε η ΕΣΣΔ και την προβληματική κατεύθυνση που έπαιρνε έχοντας στην ηγεσία της τον Στάλιν.

Πριν συνδεθεί με τον Τρότσκι και ξεκινήσει να εκδίδει το περιοδικό «Σπάρτακος», διαγράφεται ως λικβινταριστής το 1927 από τη σταλινική πτέρυγα του ΚΚΕ που με τη συνδρομή της Κομιντέρν έχει γίνει κυρίαρχη. Μαζί με τους Σεραφείμ Μάξιμο, Παστία Γιατσόπουλο και Γιώργο Νίκολη αναλαμβάνουν να δράσουν σαν εξωκομματική αντιπολίτευση στο ΚΚΕ, αφότου διεγράφησαν. Μέχρι το 1934 προσπαθούσαν αντιπολιτευτικά να αναμορφώσουν το ΚΚΕ ασκώντας κριτική στην ηγεσία του και στις πολιτικές της. Τον Οκτώβριο του 1934, όταν έγινε σαφές ότι τα κομμουνιστικά κόμματα διεθνώς ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο του σταλινισμού, ο Πουλιόπουλος συντάσσεται με τη γραμμή του Τρότσκι για την οικοδόμηση νέων επαναστατικών κομμάτων. Αυτή ήταν η δεύτερη διαφωνία των σπαρτακιστών (Πουλιόπουλος) με τους αρχειομαρξιστές (αρχικά ριζοσπάστες σοσιαλιστές και μετέπειτα τροτσκιστές που δρούσαν αυτόνομα από το ΚΚ). Οι αρχειομαρξιστές δρούσαν τελείως ανεξάρτητα από το ΚΚ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 συσπειρώνοντας δυνάμεις γύρω από το περιοδικό που εξέδιδαν. Είχαν έντονη θεωρητική ενασχόληση και ισχυρές ρίζες σε σωματεία και συνδικάτα χωρίς όμως ποτέ να καταφέρουν να συνδέσουν την πρώτη με τις δεύτερες, παρά το ότι υπολογίζεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’20 ο αρχειομαρξισμός είχε περισσότερα μέλη από το ΚΚΕ. Οι τροτσκιστές που συσπειρώθηκαν γύρω από τον Πουλιόπουλο, θεωρούσαν διασπαστική και σεχταριστική την πολιτική λογική και τις πρακτικές των αρχειομαρξιστών. Η εναντίωση των τελευταίων στην οικοδόμηση νέων επαναστατικών κομμάτων που θα λειτουργούσαν αντιπαραθετικά στο σταλινισμό ήταν και ο λόγος που δεν κατάφεραν να συναντηθούν ούτε το ’34, παρότι αρκετοί αγωνιστές του αρχειομαρξισμού τον εγκατέλειψαν για να συνταχθούν με το νέο εγχείρημα του Πουλιόπουλου.

Η πάλη ενάντια στο Λαϊκομετωπισμό

Σε όλη τη δεκαετία του 1930, ο ελληνικός τροτσκισμός έδωσε τεράστιες πολιτικές μάχες ενάντια στην επίσημη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς η οποία εδώ και πολλά χρόνια είχε πάψει να λειτουργεί ως διεθνής ένωση κομμουνιστικών κομμάτων αλλά ως όργανο εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Με το πέρας της αριστερίστικης γραμμής της τρίτης περιόδου και τη θεωρία του σοσιαλφασισμού, ο Σταλινισμός πέρασε στη θεωρία των σταδίων και στα Λαϊκά Μέτωπα. Στην αντίληψη δηλαδή ότι δεν είναι ώριμες οι συνθήκες ώστε η εργατική τάξη να πάρει επαναστατικές πρωτοβουλίες και ότι προέχουν οι διαταξικές συμμαχίες με κομμάτια του προοδευτικού αστισμού. Το ΚΚΕ επικύρωσε αυτή την αντίληψη στην 6η Ολομέλεια της ΚΕ του το 1934. Συγκεκριμένα, υιοθέτησε την άποψη ότι η Ελλάδα είχε υπολείμματα μισοφεουδαρχικών σχέσεων και ότι αποτελούσε έναν ανολοκλήρωτο αστικοδημοκρατικό σχηματισμό γι αυτό προέκυπτε η ανάγκη παλλαϊκού αστικοδημοκρατικού ξεσηκωμού προκειμένου να ολοκληρωθεί ο ελληνικός καπιταλισμός. Αυτή η αναβολή του επαναστατικού καθήκοντος επ’ αόριστον και η καταδίκη των ΚΚ σε λύσεις εντός συστήματος, βρήκε απάντηση από τους επαναστάτες κομμουνιστές της περιόδου. Ο Πουλιόπουλος με το πολύ σημαντικό θεωρητικό του έργο «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα», απέδειξε ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα έως το Μεσοπόλεμο είχε ολοκληρώσει τον αστικοδημοκρατικό του μετασχηματισμό και ότι χρέος των κομμουνιστών στην Ελλάδα είναι να οργανωθούν προκειμένου να καταλάβουν την εξουσία και να δημιουργήσουν την εργατική δημοκρατία των σοβιέτ. Κόντρα στη λογική των σταδίων επιχειρηματολόγησε υπέρ ενός προγράμματος που θα έβγαζε την εργατική τάξη στο προσκήνιο και θα την καθιστούσε καταλύτη των εξελίξεων.

Οι τροτσκιστές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο Τρότσκι ήδη από το 1938 είχε διακρίνει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου. Ο Β’ΠΠ πόλεμος δε θα ήταν ένας αντιφασιστικός πόλεμος αλλά ένας πόλεμος για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο τι σχέσεις ανέπτυξαν οι κυρίαρχες τάξεις με το φασισμό τη δεκαετία του ’30. Σε καμία περίπτωση όμως αυτό δε σημαίνει ότι ο Τρότσκι ταύτιζε την αστική δημοκρατία με το φασισμό. Αντίθετα ο σταλινισμός ήταν αυτός που μέχρι το 1933 υιοθετώντας τη θεωρία του σοσιαλφασισμού, ταύτιζε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με τα ναζιστικά με αποτέλεσμα τον αυτοκτονικό σεχταρισμό του ΚΚ Γερμανίας και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι οι εργάτες έχουν χρέος να αντιταχθούν στο φασισμό αξιοποιώντας τα δικά τους επαναστατικά όπλα και όχι γινόμενοι ακόλουθοι της αστικής τάξης.

Πάνω σε αυτή την άποψη του Τρότσκι, διαμορφώθηκαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις του ελληνικού τροτσκισμού στο ζήτημα του του Β’ΠΠ. Η πρώτη ήταν αυτή του Πουλιόπουλου και των συντρόφων του που υποστήριζαν ότι παρά την υπερίσχυση των πατριωτικών συνθημάτων έναντι των ταξικών εντός του ΕΑΜ, η κυρίαρχη τάξη φοβάται το αντικαπιταλιστικό αίσθημα που κρύβεται στις τάξεις του και που γεννιέται από τη διαρκή αποσύνθεση και κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος. Η οργάνωση του Πουλιόπουλου αναγνώριζε ότι πίσω από τον εθνικοπατριωτικό λόγο του ΕΑΜ υπήρχε μια τεράστια μάζα αγωνιστών που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να δράσει κάτω από τελείως διαφορετικά συνθήματα. Μια μάζα φτωχών ανθρώπων που δεν πάλευαν για το έθνος αλλά για τη διεκδίκηση μιας άλλης κοινωνίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που το ρεύμα του Πουλιόπουλου κατέκρινε την ηγεσία του ΕΑΜ για τις αυταπάτες που έσπερνε στην εργατική τάξη ωραιοποιώντας στα μάτια της τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Για τους έλληνες επαναστάτες μαρξιστές της περιόδου η πάλη ενάντια στο φασισμό δεν ήταν αποκομμένη από τον αντικαπιταλιστικό αγώνα.

Η δεύτερη προσέγγιση ήταν αυτή του Άγι Στίνα που απέρριπτε εξαρχής την εμπλοκή στην αντίσταση. Ενστερνιζόμενος την αντίληψη του επαναστατικού ντεφετισμού, ο Στίνας και οι σύντροφοί του υποστήριζαν ότι εφόσον μιλάμε για έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο από όλες τις πλευρές, δεν έχει κανένα νόημα η σύνταξη των ελλήνων κομμουνιστών στο πλευρό της μιας από τις αντιμαχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αντίθετα προέκρινε τη συναδέλφωση των ελλήνων με τους ξένους στρατιώτες και την εναντίωσή τους στην πολεμική μηχανή. Ο Στίνας αρνιόταν να δει το μαζικό χαρακτήρα και τη λαϊκή βάση του ΕΑΜικού κινήματος. Επιχειρηματολόγησε ορθά για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου με βάση τα οικονομικά κριτήρια, υποτιμώντας όμως τα πολιτικά χαρακτηριστικά της πολεμικής σύγκρουσης των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Πάρα πολλοί Τροτσκιστές παρά τη σκληρή και σωστή κριτική στην ηγεσία του ΕΑΜ πήραν μέρος στο αντιστασιακό κίνημα. Άλλοτε το έκαναν φανερώνοντας την πολιτική τους ταυτότητα και άλλοτε δρώντας μυστικά γνωρίζοντας την εχθρότητα του ΚΚΕ απέναντι στον τροτσκισμό αλλά και σε κάθε τι που αμφισβητούσε την ορθοδοξία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Σταύρος Βερούχης ο οποίος είχε θέσει ανοιχτά από το 1943 το ζήτημα του οργανωμένου περάσματος των τροτσκιστών στη στρατιωτική δράση. Συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση και είχε εκλεγεί εθνοσύμβουλος της ΠΕΕΑ (Κυβέρνηση του Βουνού). Όλα αυτά όμως μέχρι να δολοφονηθεί το 1944 από σταλινικά στελέχη που γνώριζαν την ταυτότητά του. Άλλο παράδειγμα αποτέλεσε το κόμμα του Θ.Αποστολίδη (το οποίο βρισκόταν κοντά στον τροτσκισμό) που ζήτησε να συμμετάσχει στο ΕΑΜ για να λάβει την άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Θετική στάση απέναντι στην αντίσταση κράτησαν και οι αρχειομαρξιστές που κρύβοντας την ταυτότητά τους εντάχθηκαν στο ΕΑΜ. Έγιναν όμως πολύ εύκολα θύματα της επιθετικότητας της ηγεσίας του ΚΚΕ και πολλοί από αυτούς δολοφονήθηκαν.

Η λασπολογία, η τρομοκρατία, η ποινικοποίηση των διαφωνιών και οι δολοφονίες ήταν τα συνηθέστερα μέσα για την αντιμετώπιση των τροτσκιστών εκείνη την εποχή. Ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης κατηγορούνταν για τη δολοφονία του αρχειομαρξιστή Ηλία Γεωργοπαπαδάτου ήδη από το 1927. Μπορεί να φανταστεί κανείς το τι συνέβη στα χρόνια του πολέμου. Πάρα πολλοί τροτσκιστές δολοφονήθηκαν από την ΟΠΛΑ. Οι οικογένειές τους, όμως, με υπόδειξη των τροτσκιστικών οργανώσεων δεν προέβησαν σε μηνύσεις θεωρώντας τις δολοφονίες ως ενδοταξική διαμάχη που δεν πρέπει να δώσει τροφή στον εχθρό.

Συμπεράσματα

Ο ελληνικός τροτσκισμός δεν κατέβηκε από τον ουρανό. Αντικατόπτριζε τις διαμάχες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα με επίκεντρο τη Μόσχα. Οι επαναστάτες μαρξιστές της εποχής δεν μπορούσαν να συμβιβάσουν την πολιτική τους ταυτότητα και τους αγώνες τους με τη σταλινική γραφειοκρατία και τη διαστρέβλωση του μαρξισμού. Ρίχτηκαν στους εργατικούς αγώνες της εποχής τους, ανέπτυξαν θεωρητική επεξεργασία και προσπάθησαν να στήσουν οργανώσεις. Πολύ λίγοι στον αριθμό, αλλά έτοιμοι για μεγάλες μάχες, αφοσιώθηκαν στην ταξική πάλη και στο χειραφετητικό πρόταγμα διεκδικώντας μια άλλη κοινωνία. Σήμερα, μέσα από τα σωστά τους και τα λάθη τους, μας έχουν αφήσει την κληρονομιά του ενιαίου μετώπου, του μεταβατικού προγράμματος και του διεθνισμού, μακριά από λογικές περιχαράκωσης και αναζήτησης της απόλυτης αλήθειας. Με τον ίδιο τρόπο που ο Παντελής Πουλίοπουλος κοίταζε τους Ιταλούς φαντάρους στο εκτελεστικό απόσπασμα και τους καλούσε στη γλώσσα τους να μην τον εκτελέσουν στο όνομα του αντιφασισμού και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, πρέπει να προτάξουμε τους ταξικούς αγώνες απέναντι στις λογικές της εθνικής συμφιλίωσης και της πατρίδας. Τότε ίσως να αποφύγουμε κάποιες από τις τραγωδίες του παρελθόντος. Τότε ίσως φτάσουμε πιο κοντά σε μια κοινωνία διαφορετική.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Ρυτίδα στους δρόμους



Ρυτίδα. Χαρακιά που αφήνει ο χρόνος στο πρόσωπο και στην ψυχή. Στο κενό της σφηνώνουν αναμνήσεις ή δραπετεύουν ιστορίες.

Τον είδαμε πεσμένο και αβοήθητο στο πλάι του πεζοδρομίου στα Προπύλαια. Κοίταζε σα χαμένος το πλήθος που περνούσε βιαστικά. Πατημένα 75. Όμως ο ίδιος δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε για να σηκωθεί, να κάνει ένα βήμα. Δεν έδειχνε ρακένδυτος ή επαίτης. Ήταν ένας καλοβαλμένος παππούς που κοίταζε τον κόσμο αμήχανα να τον προσπερνά παρότι είχε σωριαστεί στην άκρη του πεζοδρομίου. Ή το άγχος της πτώσης τού αδρανοποίησε τη σκέψη ή η αδιαφορία των γύρω τού προκάλεσε τον παραλυτικό θαυμασμό ή η υπερβολική αξιοπρέπειά του τον έκανε να μη θέλει να παρακαλέσει για το προφανές. Για ένα χέρι να τον σηκώσει. Έστεκε ανάσκελα και απλώς κοίταζε αμήχανα.

Τον πλησιάσαμε, και τον ρωτήσαμε αν είναι καλά. Βάλαμε τα χέρια μας ανάμεσα από τα δικά του και τον σηκώσαμε. Έκατσε στο κοντινότερο παγκάκι. «Είστε καλά;» τον ρωτούσαμε με τη φίλη μου. Μας κοίταξε μέσα από τα γυαλάκια του με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Έδειξε με το χέρι του το πόδι του και σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του. Είχε γδαρθεί το γόνατό του. «Θέλετε να σας βοηθήσουμε να πάτε σπίτι; Που μένετε;». «Μένω κοντά, Χαλκοκονδύλη» απάντησε, ξαναζωντανεύοντας το μυαλό του μετά από κάποιες ερωτήσεις που του κάναμε. «Θέλετε να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον οικείο σας ή στα παιδιά σας να σας βοηθήσουν να γυρίσετε σπίτι;» τον ρωτήσαμε ξανά. «Ποια παιδιά μου, δεν υπάρχει κανείς» ψέλισε σα να μην ήθελε να ακούσουμε αυτό που είπε. Σαν να μην ήθελε να τον δούμε ξαπλωμένο και ταπεινωμένο, όπως ο ίδιος νόμιζε, πριν 5 λεπτά. «Και πώς θα γυρίσετε;» τον ρωτήσαμε ξανά. Ξαφνικά βάζει δύναμη, κρατιέται από το χέρι μου και σηκώνεται παρότι έδειχνε να πονά μόνο που στεκόταν όρθιος. «Μπορώ να γυρίσω μόνος μου» είπε και πάλι μέσα από τα δόντια του προσπαθώντας να το πιστέψει και ο ιδιος. Άρχισε να μισοπερπατάει και να χάνεται στην άκρη του δρόμου ανάμεσα σε ένα πλήθος που κοιτάει τη δουλειά του. Σε ένα πλήθος που έχει μάθει να μην μπλέκει και να φροντίζει να φτάνει παντού στην ώρα του. Σε ένα πλήθος που η ζωή του είναι τόσο τραγικά προβλέψιμη ώστε ακόμη και τα βήματά του μοιάζουν αυτοματοποιημένα.

Δεν ξέρω αν ο παππούλης έκανε ασκήσεις θάρρους ή αν όντως μπορούσε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του. Ξέρω ότι η μοναξιά και η εγκατάλειψη των δυνάμεων των ανθρώπων που ο χρόνος τους φόρεσε ρυτίδες, είναι η πιο άρρωστη επινόηση του θεού στον οποίο ακουμπάει τις ελπίδες της η τρίτη ηλικία. Δεν ξέρω αν ο παππούλης είχε άνοια ή το μυαλό του ήταν στη θέση του. Ξέρω ότι η ανία μιας ζωής χωνιασμένης σε κουτάκια με υποχρεώσεις και προειδοποιήσεις, είναι η πιο μεγάλη απώλεια του λογικού.

Σήμερα θαύμασα τον πεσμένο παππού. Γιατί σαν έφηβος αναμετρήθηκε με τις δυνάμεις του και γύρισε τον κόσμο. Άσχετα αν ο κόσμος του φτάνει από τη Χαλκοκονδύλη μέχρι την Πανεπιστημίου. Σαν έφηβος έβγαλε εγωισμό και δε θέλησε να γίνει περίγελος. Άσχετα αν έγδαρε το πόδι του. Σαν έφηβος πείσμωσε και ξανασηκώθηκε στα πόδια του. Άσχετα αν στο επόμενο στενό κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε.

Ήταν ένας έφηβος σε μια γερασμένη πόλη με γερασμένους ανθρώπους και γερασμένα κτίρια. Τόσο γερασμένους, που δεν μπόρεσαν να σηκώσουν από το πεζοδρόμιο έναν 75χρονο έφηβο που παραπάτησε.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι γέρασα και γω σήμερα. Βρήκα μια ρυτίδα στη μούρη μου. Γιατί καθώς περπάταγα θα προσπέρναγα και γω τον παππού αν δε σταμάτούσε η φίλη μου.

Και αυτή είναι μια ένοχη που δε θα μου συγχωρήσω ποτέ.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Πρώτη μέρα στο σχολείο



"Πρώτη μέρα στο σχολείο σήμερα. Θέλω να είσαι σοβαρός και προσεκτικός. Η τρίτη δημοτικού είναι μια δύσκολη τάξη." του είπε ο πατέρας του πίνοντας το ζεστό καφέ του στο πρωινό τραπέζι και συνέχισε "είμαστε ήδη ένα χρόνο στο νησί, κάνε υπομονή και φέτος και σου υπόσχομαι ότι του χρόνου θα είμαστε στην Αθήνα". Η επιστροφή στην Αθήνα ήταν για εκείνον ένα όνειρο. Οι μεταθέσεις του πατέρα του τον έκαναν να έχει αλλάξει αρκετά σχολεία μέσα σε μόλις τρία χρόνια. Ήθελε ξανά το δωμάτιό του και τους φίλους του, που η αλήθεια είναι πως άρχιζε να τους ξεχνά. Στρατιωτικός όμως ήταν ο πατέρας του, δε γινόταν αλλιώς. "Κάτι τελευταίο Αντώνη" του είπε λίγο πριν τον αφήσει στην καγκελόπορτα του σχολείου, "Φέτος θα είναι στην τάξη σου κάτι προσφυγάκια. Είναι βρώμικα, φέρουν αρρώστιες και δεν πιστεύουν στο θεό, μείνε μακριά τους αν θες όντως του χρόνου τέτοια μέρα να είμαστε Αθήνα".

Κατέβηκε από το αμάξι, χαιρέτησε τον πατέρα του και κινήθηκε προς το προαύλιο του σχολείου. Η αλήθεια είναι πως δεν κατάλαβε τι σήμαινε η λέξη "προσφυγάκια" πάντως σίγουρα ήταν το πάτημά του για να γυρίσει σπίτι του. Αν έμενα μακριά τους θα ανταμοιβόταν με την επιστροφή του στην Αθήνα. Αν έμενε επίσης μακριά τους θα του έφευγε η ρετσινιά του καινούργιου στην τάξη αφού πλέον αυτή μεταφερόταν αλλού. Υπήρχαν νέοι καινούργιοι, "τα προσφυγάκια". Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να καθιερωθεί και στην ομάδα των καλών στο γνωστό ματσάκι στην ώρα της γυμναστικής. Περίμενε αυτή τη στιγμή διακαώς. Το κουδούνι είχε ήδη χτυπήσει. Τα παιδιά στοιχήθηκαν σε γραμμές ανάλογα με την τάξη τους και όλα ήταν έτοιμα για την πρωινή προσευχή. Αμέσως παρατήρησε κάποια παιδάκια που έμοιαζαν κάπως με τις περιγραφές του πατέρα του αλλά όχι με απόλυτη ακρίβεια. Δεν ήταν ακριβώς βρώμικα αλλά ούτε και πεντακάθαρα. Είχαν γρατζουνιές στα πόδια και στα χέρια τους και οι μητέρες τους φορούσαν μαντίλες. Παρά τις αρρώστιες που έλεγε ο πατέρας του ότι έχουν φαίνονταν χαμογελαστά και πείραζαν το ένα το άλλο με μια απρόσμενη χαρά για πρώτη μέρα στο σχολείο. "Δι ευχών των αγίων πατέρων ημών" ακούστηκε από το μικρόφωνο και όλα τα παιδιά άρχισαν μηχανικά να κάνουν το σταυρό τους. "Τα προσφυγάκια μας κοίταξαν στο πρώτο σταύρωμα, προσπάθησαν να μας αντιγράψουν στο δεύτερο σταύρωμα και έκαναν το σταυρό τους στο τρίτο! Μα πώς γίνεται; Αφού είναι ξεκάθαρο πως δεν πιστεύουν στο θεό", σκέφτηκε. Θα διαπίστωνε, όμως, το τι είναι αυτά τα "προσφυγάκια" στην επόμενη δοκιμασία. "Έπαρση της σημαίας" ακούστηκε από το μικρόφωνο του διευθυντή. Όλα τα παιδιά στάθηκαν προσοχή και άρχισε να ακούγεται ο εθνικός ύμνος. Το βλέμμα του και πάλι έπεσε στα προσφυγάκια προκειμένου να διαπιστώσει αν ξέρουν και τον εθνικό ύμνο. Η αλήθεια είναι πως στέκονταν και αυτά προσοχή όμως ήταν ξεκάθαρο πως δεν ήξεραν τους στίχους παρά το ότι ανοιγόκλειναν το στόμα τους για να φαίνεται ότι τον ξέρουν και να ξεγελάσουν τη δασκάλα.

Μια τρικυμία επικρατούσε στο μυαλό του. Ποια ήταν αυτά τα προσφυγάκια και γιατί ήρθαν στο σχολείο του; Γιατί είναι πιο σκουρόχρωμα και γιατί δεν ξέρουν τον εθνικό ύμνο; Αν είναι άρρωστα γιατί τέτοια χαρά που ξεκινάει το σχολείο και οι διακοπές τελειώνουν; Ερωτήματα μυστηρίου, που όμως δεν είχε ιδιαίτερη καούρα να τα λύσει αφού θα ξέφευγε από το στόχο του. Την επιστροφή στην Αθήνα, δηλαδή, και την καθιέρωσή του στην ποδοσφαιρική ομάδα των "καλών". "Όλες οι τάξεις να ανέβουν στις αίθουσες εκτός από την τρίτη δημοτικού που πρώτη ώρα έχει γυμναστική" αναφώνησε ο διευθυντής από το μικρόφωνο. Η ώρα του είχε φτάσει νωρίτερα απ' ότι φανταζόταν. Το πρώτο ματς της χρονιάς χωρίς να είναι ο "καινούργιος" που θα κάθεται στον πάγκο ή ο "καινούργιος" που θα παίζει με τους λιγότερο καλούς ήταν ήδη γεγονός. Άνοιξε την τσάντα του και έβγαλε τα καινούργια ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Του τα πήρε ο πατέρας του το καλοκαίρι και ανυπομονούσε να τα φορέσει. Αφού τελείωσε το ζέσταμα, ο γυμναστής τους έδωσε τη μπάλα. Όλα ήταν έτοιμα. Ο καλύτερος παίκτης της τάξης, ο Γιώργος, πήρε την μπάλα, τους φώναξε όλους γύρω του και τους είπε: "Παιδιά θα παίξουμε Έλληνες εναντίον ξένων". Η αλήθεια είναι πως στον Αντώνη έκανε εντύπωση που ο Γιώργος δε διάλεξε τους παίκτες της ομάδας του, αλλά αντίθετα χώρισε τις ομάδες με βάση το δίπολο έλληνες-ξένοι. Παρ' όλα αυτά του λύθηκε η απορία γιατί τα προσφυγάκια δεν ήξεραν τον εθνικό ύμνο. Δεν πολυασχολήθηκε περαιτέρω. Άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο χωρίστηκαν οι ομάδες τον κατέτασσε αυτόματα στην ομάδα των καλών, στην ομάδα του Γιώργου, στην ομάδα των Ελλήνων.

Τα προσφυγάκια δεν κατάλαβαν ακριβώς τι εννοούσε ο Γιώργος. Όταν είδαν όμως τους ντόπιους μαθητές να πηγαίνουν προς τη μια μεριά του γηπέδου κατάλαβαν αμέσως το πως χωρίστηκαν οι ομάδες. "Εσύ θα παίξεις άμυνα γιατί και πάλι δεν ξέρεις μπάλα" είπε ο Γιώργος στον Αντώνη. "Κακή αρχή αλλά σίγουρα στην ομάδα των καλών" σκέφτηκε ο τελευταίος. Το παιχνίδι ξεκίνησε. Σέντρα, πάσα, κοντρόλ, πάσα, ξανά πάσα, ξαφνικό κλέψιμο από έναν Αϊχάν που περνάει έναν, ντριμπλάρει δύο παίχτες ταυτόχρονα, κάνει μια προσποίηση αφήνοντας όλη την ελληνική ομάδα πίσω του, και με ωραίο πλασέ στέλνει τη μπάλα στο τέρμα κάνοντας το 0-1 για τους ξένους. Η αλήθεια είναι ότι εντυπωσιάστηκαν όλοι από τον Αϊχάν. Απίστευτες ικανότητες. Όλοι σκέφτηκαν ότι βρέθηκε καλύτερος παίκτης από τον έως τότε ταλαντούχο στο άθλημα Γιώργο. Όλοι επίσης θαύμασαν τον Αϊχάν, εκτός από το Γιώργο που άρχισε να φωνάζει σε όλη την ομάδα να πάρει τα πόδια της και κυρίως να βρίζει τον Αντώνη που ήταν ο τελευταίος παίκτης. Το παιχνίδι ξαναξεκίνησε και δε φαινόταν τόσο εύκολο. "Πώς γίνεται αυτά τα παιδιά με τα σκισμένα παπούτσια, τις βρώμικες μπλούζες και τα γρατζουνισμένα πόδια να παίζουν τόσο καλά;" σκέφτηκε ο Αντώνης. "Ο Θεός είναι μαζί μας όμως, θα νικήσουμε", ξανασκέφτηκε. Το παιχνίδι ήταν δύσκολο. Ο Ομράν ο δεύτερος καλύτερος παίκτης των ξένων έβαλε ένα γκολ το οποίο ακυρώθηκε ως "οφσάιντ" από τους Έλληνες. Ο Αντώνης, ήξερε πως δεν ήταν οφσάιντ και πως το γκολ ήταν κανονικό. Προτίμησε να μη μιλήσει όμως. Έπαιζε στην ομάδα που ήθελε και αυτό του αρκούσε. "Δε γίνεται να χάσουμε από τους ξένους!" φώναξε ο Γιώργος, "Αφού το θέλουν έτσι θα παίξουμε σκληρά. Στην έδρα μας δε χάνουμε από αυτούς". Τάκλιν, σπρωξιές, κλωτσιές και σκληρά μαρκαρίσματα ώστε να κερδηθεί πάση θυσία το παιχνίδι από τους ξένους άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Κάπως έτσι και ενώ παίκτης των ξένων είχε τραυματιστεί, ο Γιώργος σούταρε και μείωσε σε 1-1. Πανηγυρισμοί και συσπείρωση στην ομάδα. Ο Αντώνης, όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει. Ποιοι ήταν φέτος οι καλοί παίκτες και ποιοι οι κακοί; Είναι οι Έλληνες καλοί και οι ξένοι κακοί; Μα έβλεπε το αντίθετο.

Το παιχνίδι όδευε προς το τέλος του χωρίς να αλλάξει το σκορ. Ο Αϊχάν συνέχιζε να παίζει απίστευτη μπάλα και κατά τύχη δεν έβαλε παραπάνω γκολ. Ο Γιώργος πεισμωμένος, πήρε τη μπάλα και κάνοντας πως πέφτει στη μεγάλη περιοχή πήρε πέναλτι με ιδιαίτερες θεατρικές ικανότητες. Τα προσφυγάκια άρχισαν να φωνάζουν "no penalty", καθώς δεν έγινε κάτι αντικανονικό. Οι γηπεδούχοι όμως ήταν αυτοί που έβαζαν του κανόνες του παιχνιδιού όπως φάνηκε. Ο Γιώργος έστησε την μπάλα, σούταρε και σκόραρε πανηγυρίζοντας το 2-1 δίπλα στην ελληνική σημαία. "Δε θα γίνετε ποτέ σαν και μας!" φώναξε αγκαλιάζοντας τους συμπαίκτες του. Αυτή η φράση χτύπησε άσχημα στον Αντώνη. Την άκουγε άλλωστε και ο ίδιος μέχρι πριν τρεις μήνες. "Δε θα γίνεις ποτέ σαν και μας Αθηναίε!" του έλεγαν οι νησιώτες. Τώρα όμως που έγινε σαν και αυτούς κάτι τον ενοχλούσε. Κάτι δεν του άρεσε. Οι παλμοί του άρχισαν να ανεβαίνουν. "επιστροφή στην Αθήνα - επιστροφή στην Αθήνα - επιστροφή στην Αθήνα" έλεγε από μέσα του για να κρατήσει την ψυχραιμία του. Το παιχνίδι είχε λίγα λεπτά για να τελειώσει. Τελευταία ευκαιρία, ο Αϊχάν πλησιάζει προς το τέρμα για να ισοφαρίσει, ο Αντώνης είναι ο τελευταίος αμυντικός. Ο Αϊχάν πλησιάζει και πλησιάζει και πλησιάζει, πάει να κάνει μια προσποίηση, ο Αντώνης όμως τον κόβει τελείως αναπάντεχα σώζοντας την ομάδα του με μια κίνηση που ούτε και ο ίδιος κατάλαβε πώς την έκανε. Επευφημίες και πανηγυρισμοί από τους συμπαίκτες του, όμως εκείνου δεν του αρκεί το κατόρθωμά του, δεν τον ικανοποιεί. Έχει τη μπάλα ακόμη στα πόδια του. Το κουδούνι χτυπάει σε 10 δευτερόλεπτα. Οι συμπαίκτες του του ζητάνε μανιακά να τους δώσει την μπάλα για να βγουν στην αντεπίθεση. Αυτός όμως δεν αισθάνεται τίποτα. Δεν αισθάνεται Έλληνας, δεν αισθάνεται ξένος. Δεν αισθάνεται καλός παίκτης, δεν αισθάνεται κακός παίκτης. Δεν αισθάνεται αθηναίος, δεν αισθάνεται νησιώτης. Δεν αισθάνεται χριστιανός, δεν αισθάνεται μουσουλμάνος. Αισθάνεται μόνο μετανιωμένος. Τα δευτερόλεπτα κυλούν. Έξι-πέντε-τέσσερα-τρία. Έχοντας τη μπάλα στα πόδια, γυρίζει προς το τέρμα της ομάδας του και με τα καινούργια του παπούτσια σουτάρει στην αριστερή γωνία και βάζει αυτογκόλ. "Πάρτε το χαμπάρι" άρχισε να φωνάζει "σε αυτό το παιχνίδι δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι! Σε αυτό το παιχνίδι είμαστε όλοι ίσοι!".

Οι συμπαίκτες του τρελάθηκαν και άρχισαν να τον κυνηγούν και να τον γρονθοκοπούν με μανία. Τα αίματα από την ανοιγμένη μύτη του βρώμιζαν την καινούργια του μπλούζα, η αδικία της ομάδας του αρρώσταινε τα όνειρά του και το αυτογκόλ του κόντρα στο θέλημα του θεού τον έκανε να μην πιστεύει σε κανένα θεό.

Είχε γίνει και αυτός για λίγα λεπτά το "προσφυγάκι" που ο πατέρας του του έλεγε να μην κάνει παρέα.

Ήταν όμως περήφανος γι αυτό.




Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Ο κ.Πιτταράς



Ο δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ Γιάννης Πιτταράς μας ενημέρωσε ότι τα αφεντικά του βιώνουν συνθήκες «χειρότερες από εκείνες της Μακρονήσου» στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. «Στη Μακρόνησο τουλάχιστον είχαν και θάλασσα» είπε χαρακτηριστικά…

Τελικά οι Πιτταράδες υπάρχουν για να εκκολάπτονται οι μπογδάνοι, που εκκολάπτουν τους Πορτοσάλτηδες που εκκολάπτουν τους Βερύκιους που εκκολάπτουν τους Πρετεντέρηδες, και η κατρακύλα της υποτακτικής ξεφτίλας που συνηθίζεται να ονομάζεται στην τηλεοπτική πραγματικότητα –τη μέχρι τώρα αλλά και αυτή που έρχεται- «αντικειμενική δημοσιογραφία» δεν έχει τελειωμό. Όλη αυτή η φάρα, αποτελεί μια δράκα από γλείφτηδες που βουλιάζουν καθημερινά μες στα σάλια τους, και οι εργοδότες τούς κρατάνε ζωντανούς τραβώντας τους απ’τις γραβάτες τους. Δεν τους πνίγουν όμως. Απλώς παλατζάρουν τη γραβάτα. Άλλοτε την αφήνουν πιο χαλαρή και βλέπουμε ρεπορταζάκια για τις παραλίες της Μυκόνου και άλλοτε τη σφίγγουν και βλέπουμε τον Πιτταρά να συγκρίνει τα αφεντικά του με κομμουνιστές εξορίστους. Εκτός όμως του ότι ζούμε στον καπιταλισμό και ότι όλοι κάπως βγάζουν το ψωμί τους, υπάρχει και ο τρόπος που βγαίνει αυτό το γαμημένο το ψωμί. Υπάρχει διαβάθμιση στο αν αυτό το γαμημένο το ψωμί είναι φρέσκια φρατζόλα ή ψίχουλα από προχθές.

Ευτυχώς υπάρχουν δημοσιογράφοι που αρνήθηκαν να γίνουν Πιτταράδες, για να γεμίζουν το στομάχι τους με φρέσκο ψωμί και το κεφάλι μας με σκατά. Προτίμησαν τα ψίχουλα. Υπάρχουν δημοσιογράφοι που όταν τους τράβηξαν τη γραβάτα την έκοψαν ή ακόμη καλύτερα δε δέχθηκαν ποτέ να τη φορέσουν. Γιατί το σύνθημα «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» είναι βγαλμένο για τους Πιτταράδες και το σινάφι τους. Όχι για όλους. Άλλωστε αν δεν πάρει άδεια ο «Μακρονησιώτης» του Πιτταρά, θα πάρει ο «Μακρονησιώτης» ενός άλλου Πιτταρά. Γιατί έτσι δουλεύει το σύστημα. Με αφεντικά που ηρωοποιούνται και Πιτταράδες που τα ηρωοποιούν. Και, όμως, θα πρέπει να ξέρουν όλοι αυτοί οι συστημικοί γυμνοσάλιαγκες ότι όσοι βρίσκονταν στη Μακρόνησο, δεν ήταν ήρωες, ούτε ήθελαν να είναι. Δεν πάλευαν για ένα κόσμο με ήρωες αλλά για ένα κόσμο με αγωνιστές και αγωνίστριες . Γιατί για ήρωες ψάχνουν οι Πιτταράδες με τις μισθοδοσίες τους στα μεγαλοκάναλα. Όχι οι εξόριστοι στα μπουντρούμια της Μακρονήσου. Αυτοί ευτυχώς κανόνιζαν μόνοι τους για τις ζωές τους και το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Οι Πιτταράδες αντίστοιχα εξαρτούν από τα αφεντικά τους τη ζωή τους και πληρώνουμε εμείς τη ζωή τους.

Όμως μέχρι πότε θα δεχόμαστε αυτή την τηλεοπτική εισβολή στο κεφάλι μας; Μέχρι πότε θα αφήνουμε τον Πιτταρά να κάνει τον αγανακτισμένο εργαζόμενο ενώ είναι τσιράκι; Μέχρι πότε θα αφήνουμε τα αφεντικά να παριστάνουν τους πολιτικούς κρατούμενους ενώ είναι το ίδιο το κράτος; Μέχρι πότε θα αφήνουμε την κυβέρνηση να παριστάνει τον καταλύτη ενάντια στη διαπλοκή, ενώ η ίδια διαπλέκεται μαζί της και την αναγεννά;

Μάλλον μέχρι να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στη Μακρόνησο του Πιτταρά με τη Μακρόνησο του Κατράκη, του Λειβαδίτη, του Βέγγου, του Ρίτσου, του Λουντέμη, αλλά και χιλιάδων άλλων κομμουνιστών.

Μέχρι τότε, δυστυχώς σιωπή.

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Εμείς θυμόμαστε, εσείς;



Δεν είναι εύκολο να ξεχάσουμε. Όσο και να το θέλετε δεν είναι καθόλου εύκολο. Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από την εκπεφρασμένη στους δρόμους συλλογική ελπίδα. Και αυτή όσο κι αν σας σφίγγει το στομάχι υπήρξε και θα ξαναυπάρξει. Γιατί δε χωράει σε τραπέζια διαπραγματεύσεων, κλειστές αίθουσες και κρύους ανθρώπους. Χωράει εκεί που δε χωράτε εσείς. Στην αυτοδύναμη χειραφέτηση και όχι στην αναθετική υποκατάσταση.

Για κακή σας τύχη θυμόμαστε. Θυμόμαστε τη μεταμεσονύχτια προκήρυξη του δημοψηφίσματος που τηλεφωνιόμασταν όλοι με όλους και ανακοινώναμε ο ένας στον άλλον ότι για μια βδομάδα καίμε εξεταστικές, δουλειές και υποχρεώσεις που μας φορτώσατε για να σκύβουμε σήμερα ακόμη πιο πολύ το κεφάλι. Θυμόμαστε πως για δύο μέρες όλος ο πρασινομπλέ συρφετός και τα δημοσιογραφικά υπαλληλάκια του ήταν κρυμμένα στα λαγούμια τους. Θυμόμαστε έναν κόσμο που μπορεί να μην ήξερε τι θα γίνει αλλά ήθελε και πάλευε κάτι να γίνει. Θυμόμαστε το ρολάρισμα και την αντεπίθεση του συστήματος. Θυμόμαστε τα στημένα ρεπορτάζ, τις ψεύτικες δημοσκοπήσεις και την τηλεοπτική τρομολαγνία. Θυμόμαστε κάτι κατασκευασμένους σαν το Ρουβά και τον Αρναούτογλου να προσπαθούν να μας πείσουν να μη χάσουν τα φράγκα τους. Θυμόμαστε την πολιτική νεκρανάσταση του Καραμανλή του νεότερου και του Μητσοτάκη του πρεσβύτερου να μας καλούν να ενωθούμε για την πατρίδα στο ΝΑΙ. Θυμόμαστε τις κλειστές τράπεζες, τους ωμούς εκβιασμούς και τις απειλές των σημερινών εταίρων μας και το εμετικό σαλιάρισμα του Πρετεντέρη, του Πορτοσάλτε και της Σαράφογλου με τους μενουμευρώπηδες. Θυμόμαστε κάτι διανοητές του κώλου όπως η Σώτη Τριανταφύλλου, ο Ράμφος και ο Τατσόπουλος να ξεφτιλίζονται ακόμη περισσότερο απ' ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή. Θυμόμαστε τον τρόμο σας. Θυμόμαστε ότι δεν μπορούσατε να διαχειριστείτε πλέον μια κατάσταση που είχε ξεφύγει από τον έλεγχό σας. Θυμόμαστε έναν κόσμο που συμμετείχε σε πορείες, συγκεντρώσεις, ακτιβισμούς. Θυμόμαστε έναν κόσμο που κολλούσε αφίσες, που κρεμούσε πανό, που μοίραζε φυλλάδια και που κολλούσε αυτοκόλλητα. Θυμόμαστε καλλιτεχνικά δρώμενα να σκάνε αυθόρμητα σε πλατείες και γειτονιές και να λειτουργούν αντιπαραθετικά με τις κακοπαιγμένες παραστάσεις των δελτίων των 20:00. Θυμόμαστε τους κνιτες να τσακώνονται με υπερήλικες πρώην αντάρτες και να τους κατηγορούν ως μη κομμουνιστές επειδή θα ψήφιζαν ΟΧΙ. Θυμόμαστε τη συγκέντρωση στις 3 Ιούλη, τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που ξεχύθηκαν στους δρόμους και διεκδικούσαν κάτι το οποίο δε θα καταλάβετε ποτέ. Θυμόμαστε τα συνθήματα και τις χαρούμενες ιαχές του κόσμου μέσα στο μετρό. Θυμόμαστε την κατάθλιψη του Γρηγόρη Ψαριανού και τον ορατό στον ορίζοντα αλκοολισμό του. Θυμόμαστε μηνύματα συμπαράστασης από την παγκόσμια αριστερά και το βιντεάκι αλληλεγγύης του Manu Chao. Θυμόμαστε το 62% ΟΧΙ. Θυμόμαστε τους αγώνες που γέννησαν ελπίδα και προσδοκία.

Θυμόμαστε, θυμόμαστε, θυμόμαστε...

Εσείς αλήθεια τι κάνετε; Πως τα περνάτε με τα αφεντικά; Πώς τα περνάτε με τους νέους σας φίλους; Τι κάνει ο Λάτσης που του χαρίσατε το ελληνικό; Τι κάνει η Cosco που της δώσατε το λιμάνι; Τι κάνει ο Ρέντσι και ο Ολάντ που θα αλλάξετε μαζί την Ευρώπη; Τι κάνει το σπίτι των λαών η ΕΕ;

Μια χαρά σας βλέπω. Χαμογελαστούς, ξεκούραστους και αεράτους. Έχετε εγκολπώσει είναι η αλήθεια όλη αυτή την αηδιαστική πασοκική αισθητική που συνδυάζει και σαλόνι και λιμάνι. Μόνο που ο ύστερος πασοκισμός δεν τολμάει να πατήσει στο λιμάνι. Ούτε σε γειτονιές, ούτε σε σχολές, ούτε και σε χώρους δουλειάς. Ο ύστερος πασοκισμός αγκαλιάζει με ταχύτητα φωτός τον πρώιμο μεταλλαγμένο συριζισμό.

Αν, λοιπόν, κάπου κάπως κάποτε την ανετίλα σας ανακόψει μια κραυγή, ένα ξέσπασμα και μια συλλογική κλωτσιά, να ξέρετε ότι δε θα είναι εισαγόμενοι γάλλοι εξεγερμένοι. Θα είναι το 76,64% ΟΧΙ του Περάματος, το 72,84% ΟΧΙ του Κερατσινίου, το 71,81% ΟΧΙ του Λαυρίου και το 70,31% ΟΧΙ του Περιστερίου.

Γιατί όλοι αυτοί θυμούνται. Για κακή σας τύχη θυμούνται...

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Η μούρη

Η αλήθεια είναι ότι η περίοδος που διανύουμε είναι πολύ περίεργη. Παρότι στο όνομα της αριστεράς το μνημονιακό τέρας οργιάζει πάνω από τα κεφάλια μας, εμείς επιμένουμε να κρατάμε το κεφάλι μας σκυφτό. Μια μεγάλη μερίδα αγωνιστών είτε απογοητευμένη, είτε κουρασμένη, είτε μπερδεμένη, επιλέγει τον αναστοχασμό, την επιστροφή στην κανονικότητα και την περιστασιακή εμπλοκή σε συγκεκριμένα εγχειρήματα.

Κάπως έτσι μια κεντρικοπολιτική σφαλιάρα με το "αριστερό" χέρι, τινάζει τη μούρη μας προς τα δεξιά. Όμως είναι κρίμα γιατί αυτή η μούρη είχε αντέξει πολλά. Ήταν αυτή η μούρη που έδινε εντολή σε πολλά αριστερά χέρια να κουνηθούν από το Δεκέμβρη του 2008 μέχρι το καλοκαίρι του δημοψηφίσματος. Ήταν μια μούρη που έφτυνε τις αφίσες των νεοναζί, που κοιτούσε περίεργα τους μπάτσους, που έκλεινε τα μάτια στα χημικά και που χαμογελούσε στις πλατείες, στα αμφιθέατρα και στους χώρους δουλειάς. Είναι κρίμα αυτή η μούρη να γίνει σκέτο πρόσωπο. Πρόσωπο σοβαρό, μετρημένο, χαριτωμένο και μουγγό.

Κάποιοι θα πουν ότι ήταν αυταπάτη, ότι προσπαθήσαμε αλλά δεν μπορέσαμε. Μόνο που το ίδιο έλεγαν και οι κάθε λογής αστοί πολιτικάντηδες στα αφεντικά τους το '11 και το '12 όταν εκατοντάδες χιλιάδες μούρες κατέκλυζαν το Σύνταγμα και έκλειναν τους δρόμους, αλλά σήμερα επιστρέφουν δριμύτεροι μαζί με τα νέα μέλη του μνημονιακού κλαμπ. Η ταξική πάλη είναι μια μάχη που δεν τελειώνει σε μια κυβέρνηση, σε έναν έρπη και σε ένα δακρυγόνο. Αυτοί το ξέρουνε. Η ταξική πάλη είναι μια μάχη για τη ζωή, με τα πάνω της και τα κάτω της. Το στοίχημα είναι να καταφέρεις σε αυτή την ετερόκλητη χρονικά κατάσταση να κρατήσεις την ίδια μούρη. Οι γκριμάτσες μπορεί να αλλάξουν, τα φρύδια μπορεί να σηκωθούν, οι ρυτίδες μπορεί να σε ζωγραφίσουν, όμως η μούρη σου πρέπει να μείνει ίδια. Για να τους φτύνει κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο.

Αν κάποιες μούρες τα παρατούσαν και γινόντουσαν κοσμοκαλόγεροι μετά τη Μακρόνησο και τη Γυάρο, ίσως σήμερα να αντιμετωπίζαμε γύρω μας τη φιγούρα του Άδωνι Γεωργιάδη εις τη νιοστή. Όμως αυτές οι μούρες ξέρανε καλά ότι αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει ούτε με προσευχές, ούτε με παρακάλια. Αλλάζει με οργανωμένη πολιτική πάλη. Γνωρίζανε καλά αυτό που έλεγε μια άλλη μούρη με καραφλίτσα και μούσι που πρωτοστάτησε σε μια επανάσταση κάπου το 1917: "Οι ηγέτες των μικροαστών "οφείλουν" να διδάσκουν στο λαό την εμπιστοσύνη στην αστική τάξη. Οι προλετάριοι πρέπει να τους διδάσκουν τη δυσπιστία". Και αυτό έκαναν. Δυσπιστούσαν στη σαπίλα και στο μαρμάρωμα.

Όποιος αρνείται να δυσπιστήσει στην υποτακτική ξεφτίλα μπορεί να βαυκαλίζεται για το πώς ξεχώρισε ο ίδιος σε έναν άρρωστο κόσμο, όμως ποτέ δε θα νιώσει το αίσθημα του να τσακίζει μαζί με άλλους ένα άρρωστο σύστημα. Νομίζω έχει νόημα να μην επιβεβαιώσουμε ένα μάτσο μικροαστούς διανοούμενους και πανελίστες που μας προτρέπουν στη διαρκή απόσταση. "Μακριά από τα κόμματα", "Μακριά από τις οργανώσεις", "Μακριά από τι ιδεολογίες", "Μακριά από τις πορείες". Όχι ρε! Εμείς θέλουμε να είναι οι μούρες μας κοντά και πλάι πλάι. Θέλουμε οι μούρες μας να είναι τόσο κοντά που να φτιάξουν μια συλλογική μούρη. Και ας τσουγγρίζουν και ας βγάζουνε καρούμπαλα και ας βουλώνουνε τα μάτια μας, εμείς θέλουμε τις μούρες μας κοντά. Να κοπανιούνται, να φιλιώνουν και να οργανώνονται. Να οργανώνονται σε αυτό που μισείτε περισσότερο απ' όλα, στη στρατευμένη μάχη εναντίον σας. Στη μάχη ενάντια στη μάσκα σας. Είναι μια μάχη μούρης με μάσκα.

Μόνο που η πρώτη γελάει, δακρύζει, κοκκινίζει, ιδρώνει, αγριεύει. Η δεύτερη απλώς φοριέται.

Και η αλήθεια είναι ότι σας πάει, γιατί είναι ίδια με τη νεκρή μούρη σας.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Η ανουσιότητα της ομπρέλας

Περίεργος καιρός. Λίγο πριν φτάσω στο σπίτι άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Αρκεί μια ομπρέλα; Ή καλύτερα να με χτυπήσει η βροχή; Αρκεί ο συμβιβασμός στην αστική στεγνότητα; Ή να προτιμήσω την αγριότητα μιας υγρής ειλικρίνειας;

Μπήκα σπίτι. Άφησα την ομπρέλα να στεγνώσει και κινήθηκα προς την κουζίνα. Κουραστική η μέρα, κουραστικοί οι άνθρωποί της, βροχερό το μοτίβο. Ηγεμονεύει είναι η αλήθεια αυτή η μουντή αποδοχή μιας μουντής κατάστασης. Βρήκα το θείο μου με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου να συζητούν. Χαρούμενος που μας επισκέφθηκε ο θείος έσπευσα να τον χαιρετήσω. "Τι γίνεσαι;" τον ρώτησα. "Από σήμερα ο θείος είναι ένας ακόμη άνεργος, με απολύσανε" μου απάντησε. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η τελευταία φράση τα τελευταία χρόνια αποκτά τη συχνότητα της βροχής το μήνα Γενάρη. Μόνο που ο Γενάρης πέρασε, αλλά η βροχή είναι ακόμη εδώ. Μας περιέγραψε τι έγινε. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σήμερα μια διαφωνία με το αφεντικό αρκεί για να σε ονομάσουν ανεπαρκή, τεμπέλη, μη αποδοτικό, αργόσχολο, ανυπάκουο, πλεονάζοντα, ακατάλληλο κλπ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο θείος τελείως αυθαίρετα κρίθηκε ότι επέδειξε "αντιεπαγγελματική συμπεριφορά". Οι εργοδότες άλλωστε είναι μορφωμένοι άνθρωποι. Έχουν την ικανότητα να ντύσουν μια απόλυση με πληθώρα χαρακτηρισμών και αιτιολογήσεων. Έτσι λοιπόν μέσα σε μια μέρα, σε μια ώρα ή και σε ένα λεπτό ανάλογα με το κέφι του αφεντικού γίνεσαι δέκτης της ακόλουθης φράσης "δυστυχώς δεν μπορεί να συνεχιστεί η συνεργασία μας".

Ίσως ο συγγενικός δεσμός, ίσως η εκτίμηση μου προς τους εργαζόμενους, ίσως η προσωπική ανασφάλεια για το εργασιακό μέλλον με έκανε να σιχαθώ γι άλλη μια φορά την υποκρισία μιας κοινωνίας που κάθε μέρα δείχνει όλο και πιο σάπια. Την υποκρισία των τόμων του εργατικού δικαίου που μας δίνουν στη σχολή, την ώρα που μια αρνητική εισήγηση του προϊσταμένου, είναι υπεραρκετή για να χάσει ένας άνθρωπος τη δουλειά του. Την υποκρισία της γραβάτας, του χαρτοφύλακα και του κρεμασμένου πτυχίου στο τοίχο. Την υποκρισία των γλείφτηδων και των ρουφιάνων που πατούν στην ανθρωποφαγία για να ανελιχθούν. Την υποκρισία μιας μπάσταρδης αντικειμενικότητας που δικαιολογεί τον εργασιακό κανιβαλισμό για να εξάρει την ελευθερία της αγοράς.

Η αλήθεια είναι πως σήμερα ξαναγνώρισα το θείο μου. Στο μυαλό μου πάντα τον είχα σαν τον αλέγκρο τύπο που μας χάριζε απίστευτο γέλιο τα καλοκαίρια στις παραλίες, που μας πήγαινε για μπάλα με τα ξαδέρφια μου όταν ήμασταν πιτσιρίκια, που κάναμε πεζοπορίες στο βουνό και που συζητούσαμε για ώρες τα βράδια στην αυλίτσα του μικρού σπιτιού μας στη χώρα της Κέας πίνοντας κρασί. Όσο και να προσπάθησε αυτό το γαμημένο το σύστημα να μου αποδομήσει αυτή την εικόνα του δεν τα κατάφερε. Δεν είδα το θείο μου υποταγμένο, ούτε νικημένο. Τον είδα αποφασισμένο. Αποφασισμένο να υπερασπιστεί το δίκιο του και την εντιμότητά του κόντρα στον προϊστάμενο ακόμη κι αν το τίμημα είναι η απόλυση. Όμως πραγματικά, τι είναι πιο σημαντικό; Μια δουλειά χωρίς αξιοπρέπεια, ή μια απόλυση για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας; Οι καιροί είναι δύσκολοι και πολλοί αναγκάζονται να υπομένουν το πρώτο. Δεν μπορώ να μη θαυμάσω όμως όσους προχωρούν στο δεύτερο. Όσους είναι απηυδισμένοι από τα τσαλιμάκια των αφεντικών και τα φτύνουν στη μούρη τους.

Έτσι για την ιστορία. Ο θείος μου ήταν για πολλά χρόνια εργαζόμενος στον τομέα της ψυχικής υγείας. Όσες φορές τον είχα επισκεφθεί στο χώρο εργασίας του, οι ένοικοι του ψυχιατρικού κέντρου τον αντιμετώπιζαν με πολλή αγάπη καθώς ήταν ένας άνθρωπος που δινόταν ολοκληρωτικά σε αυτούς. Ίσως γιατί καταλάβαινε ότι κάθε πρωί δε χτύπαγε απλώς κάρτα αλλά επιτελούσε λειτούργημα. Ίσως γιατί λογάριαζε τα χαρούμενα βλέμματα των ψυχικά διαταραγμένων ανθρώπων, περισσότερο από τα λίγα φράγκα που έπαιρνε.

Ο καιρός είναι περίεργος όντως. Όμως η ιστορία του θείου μου με οδήγησε σε κάποια συμπεράσματα.

Όταν βρέχει δε χρειάζεσαι ομπρέλα. Γίνε λούτσα και ξεφτίλισε εσύ το μπουρίνι. Ή ακόμα καλύτερα φτάσε εσύ μέχρι τον ουρανό για να κλωτσήσεις τη μαυρίλα της βροχής. Τότε ίσως το φως να αποκτήσει μια άλλη αξία.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Ρήξη ή πλήξη

Υπάρχει μια σειρά συντρόφων/ισσών που η ενσυναίσθηση της true επαναστατικότητάς τους έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Στο σημείο του να την αναδεικνύουν σε κάθε στιγμή μέσα από έναν κόκκινο σνομπισμό που αναζητά απελπισμένα κομμουνιστόσημα και επιβεβαιώσεις από την τάδε φράση του Λένιν, στην τάδε σελίδα, του τάδε βιβλίου, της τάδε έκδοσης. Η μηχανιστική μεταφορά αναλύσεων του τότε στο τώρα,εξυπηρετεί το τσιτάτο αλλά όχι το στόχο. Μετατρέπει το μαρξισμό από εργαλείο σε δόγμα και τη σκέψη από διαλεκτικό πεδίο συγκρούσεων σε μια κενή γραμμή από τα πάνω. Κάπως έτσι, πολλοί σαν κι αυτούς αρνούνταν να αναμειχθούν στο Δεκέμβρη του 2008, στις πλατείες του 2011 και στις αντιφασιστικές διαδηλώσεις. Κάπως έτσι κάθε κίνηση των μαζών που πηγάζει από την υλική της ανεπάρκεια ή από την ιδεολογική της καταπίεση, χαρακτηρίζεται έργο προβοκατόρων, οπορτουνιστών, ψεκασμένων κλπ.

Εγώ δε θα διαφωνήσω ότι η ιδεολογική ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης, έχει αποπροσανατολίσει τον κόσμο από το τι φταίει για την ξεφτίλα που ζούμε. Όμως ο κόσμος βγαίνει στο δρόμο. Άρα ο κόσμος βλέπει την ξεφτίλα. Άρα ο κόσμος πιστεύει ότι κάτι φταίει για αυτή την ξεφτίλα. Άρα ο ρόλος του πολιτικού υποκειμένου είναι να μετουσιώσει την παρατήρηση της εκάστοτε ξεφτίλας, σε πρόθεση ανατροπής της. Στις γενικές απεργίες του 2011, μπορούσες να δεις από απογοητευμένους πασόκους που φώναζαν "ο Αντρέας είπε βυθίσατε το ΧΟΡΑ κι ο Γιώργος εμπερδεύτηκε και βούλιαξε τη χώρα", μέχρι τζιβάτους να κάνουν μπάφους σε μια αμεσοδημοκρατική έκσταση. Δεν είπε κανείς ότι οι δύο τυχαίες αυτές κατηγορίες ανθρώπων παλεύουν για το ίδιο πράγμα ή πολύ περισσότερο για κάτι συγκεκριμένο. Όμως βγήκαν στο δρόμο. Όποιος κάνει ότι δεν το βλέπει μπορεί να κυκλοφορεί με έναν καθρέφτη προκειμένου να βλέπει τον κόσμο όπως του αρέσει. Σαν τον εαυτό του δηλαδή. Το ζήτημα για την αριστερά δεν είναι να αντικειμενοποιήσει τον κόσμο, προσπαθώντας να τον κάνει να ανταποκριθεί στις κομμουνισταράδικες απαιτήσεις της, αλλά να τον βοηθήσει να νιώσει μαχητικό υποκείμενο με δικαιώματα και διεκδικήσεις. Και αυτή η συνειδητοποίηση γίνεται μέσα από την ταξική πάλη. Μέσα από το αίσθημα του ανήκειν σε μια τάξη που την εκμεταλλεύονται όχι γιατί κάποιοι γεννήθηκαν κακοί και διεφθαρμένοι ενώ κάποιοι άλλοι καλοί και τίμιοι αλλά επειδή ζούμε σε ένα σύστημα που βασίζεται σε υλικά συμφέροντα, και που μπορεί να επιστρατεύσει από μνημόνια μέχρι όπλα, προκειμένου να τσακίσει τις όποιες επικίνδυνες διεκδικήσεις.

Αν η αριστερά δεν εμπλακεί σε αυτή τη μάχη, αλλά ψάχνει πορτρέτα και τόμους να σφινώσει τον εαυτό της, τότε ο Τσίπρας θα συνεχίσει ανενόχλητος να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Αλιέντε προκειμένου να παραλληλίσει τα σύγχρονα κινήματα με την απεργία των αφεντικών στη Χιλή του '72 και διάφοροι παρατρεχάμενοι θα συνεχίσουν να επικαλούνται τους αγώνες του ΕΑΜ, της αντιχουντικής δράσης και της μεταπολίτευσης προκειμένου να διορίσουν ακόμη και τη γάτα τους. Και τότε μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μια αριστερά.

Μόνο που ο Αλιέντε παρά τις αυταπάτες και τα λάθη του τουλάχιστον πέθανε με το όπλο στο χέρι πολεμώντας τους φασίστες. Μόνο που οι αντάρτες έγιναν ένα με το χώμα διακδικώντας μια άλλη κοινωνία. Μόνο που όσοι φυλακίστηκαν στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ βλέπουν ακόμη εφιάλτες. Μόνο που οι αγωνιστές της μεταπολίτευσης δεν είναι οι πασόκοι βουλευτές του '90 αλλά οι 60αρηδες που θα κρατάνε στην απεργία αύριο τα πανό.

Μόνο που όσο και να το θέλουν, η αριστερά της ρήξης υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει. Όχι για να κάνει περατζάδες αλλά για να τους θάψει.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Ακορντεόν για την "ελίτ"

Κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά της αστικής κοινωνίας είναι ο καθωσπρεπισμός, ο ατομισμός και ο ανταγωνισμός. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να κοιτάζουν την πάρτη τους τσακίζοντας οτιδήποτε και οποιονδήποτε τους χαλάει την ευγένεια μιας προκατασκευσμένης μακρινής ζωής. Κάπως έτσι κάποιοι που νομίζουν ότι άγγιξαν το στόχο της ανέλιξης αρέσκονται στο να συστήνονται με βάση την επαγγελματική τους ιδιότητα (γιατρός, δικηγόρος, αρχιτέκτονας), χρησιμοποιώντας την ως διαπιστευτήριο εξυπνάδας, οικονομικής ευρωστίας και προσωπικού στυλ ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ματαιόδοξους, αναλώσιμους και άγουστους. Είναι αυτοί που σε αρκετές περιπτώσεις δηλώνουν πρώην αριστεροί και νυν σοβαροί. Αυτοί που νευριάζουν αν δεν πλήρωσε ένας μετανάστης εισιτήριο στο τρένο και αυτοί που τους αρέσει να κουνάνε δάχτυλο. Είναι αυτοί που πρόκοψαν στη ζωή τους. Αυτοί που δε δημιούργησαν ποτέ πρόβλημα.

Κάθε Κυριακή πρωί, περνάει στη γειτονιά ένας ακορντεονίστας από τη Βουλγαρία παίζοντας είτε σοβιετικά κομμάτια, είτε το "άστα τα μαλλάκια σου". Είναι χαμογελαστός και χαιρετάει τους περαστικούς. Τα ρούχα του προδίδουν άνθρωπο που με βάση τα κυρίαρχα πρότυπα δεν μπορεί να συστηθεί με βάση την ιδιότητά του. Από το δημοτικό ακόμη θυμάμαι συμμαθητές να αντιμετωπίζουν το ακορντεόν σαν το όργανο των τυφλών, σαν το όργανο της επαιτείας. Μάλλον θα είχαν γονείς "προκομμένους" και "πετυχημένους", ή γονείς που ήθελαν να γίνουν "προκομμένοι" και "πετυχημένοι", ή γονείς που νόμιζαν πως ήταν "προκομμένοι" και "πετυχημένοι". Στον καπιταλισμό άλλωστε η προκοπή συνδέεται με την ταξική ανέλιξη και η επιτυχία με το κέρδος. Τι αξία έχει για όλους αυτούς ένας άνθρωπος που εργάζεται παίζοντας μουσική; Μάλλον καμία. Γιατί χώρος εργασίας του είναι ο δρόμος, στολή εργασίας του τα τριτοφορεμένα ρούχα του και αφεντικό του η πείνα του. Κάπως έτσι, λοιπόν, ένα σωρό μικροαστοί τον κοιτούν καχύποπτα, κλείνουν τα παράθυρα για να μην τον ακούν και εγκλωβίζονται στην ευκολία μιας φαντασιακής ανωτερότητας.

Πιστεύω πως μία από τις επιδιώξεις του κόσμου του κινήματος, πρέπει να είναι ακριβώς η αντιστροφή αυτής της κουτοπόνηρης βλαχοδημαρχίας. Αριστερά δεν είναι αυτή που θίγεται ή λυπάται στη θέαση των ταξικών αντιθέσεων συντηρώντας ελιτίστικες συμπεριφορές και γελοίο σνομπισμό, αλλά αυτή που προσπαθεί να τις ανατρέψει.

Αν δεν το κάνει, ή δεν είναι αριστερά ή δεν υπάρχουνε φτωχοί.