Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Ποιος είναι ο ρακένδυτος;

Προλαβαίνω να μπω στο τρένο λίγα δευτερόλεπτα πριν κλείσουν οι πόρτες. Άλλη μια φορά αργοπορημένος για τη σχολή. Ψάχνω απεγνωσμένα να βρω μια θέση για να κάτσω. Είχα αρκετές στάσεις μέχρι την Ομόνοια. Κοιτάζω από την αριστερή τετράδα καθισμάτων. Πάω να κάτσω μέχρι που συνειδητοποιώ ότι δίπλα στο παράθυρο κάθεται μια ρακένδυτη γυναίκα που ακουμπάει τα βρώμικα ξυπόλητα πόδια της στο απέναντι κάθισμα. Τελείως μηχανικά επιλέγω να κάτσω στην απέναντι δεξιά τετράδα καθισμάτων. Προχωρώντας προς την επόμενη στάση την παρατηρούσα. Ήταν βρώμικη, με μεγάλα επίσης βρώμικα νύχια, ταλαιπωρημένα ρούχα και χωρίς δόντια. Έμοιαζε με τις μάγισσες των παραμυθιών, μόνο που της έλειπε το σκουπόξυλο και η έμφυτη κακία. Η διαδρομή συνεχιζόταν. Σε κάποια στάση, μπαίνει στο τρένο ένας ψηλός 55άρης με μουστάκι, άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι. Αυτός ήταν καθαρός. Πλησιάζει να κάτσει, την κοιτάει και της λέει:
-Κατέβασε τα πόδια σου από το απέναντι κάθισμα. Ορίστε μας! Εγώ που θα κάτσω μου λες; Κατέβασε τα τώρα γιατί το βρωμίζεις.

Εκείνη τα κατεβάζει. Ο τύπος της ρίχνει ένα υποτιμητικό βλέμμα και δεν καταδέχεται καν να κάτσει δίπλα της. Προτιμά να πάει πίσω και να σταθεί όρθιος δίπλα στην πόρτα. Ήταν από τις στιγμές που ήθελα να μιλήσω, όμως σκέφτηκα πως ο τυπάς είναι ένας από τους κλασικούς περίεργους του τρένου και το σκηνικό μια κανονικότητα στην καθημερινή σιδηροδρομική διαδρομή μου προς το κέντρο. Ένας τέτοιος τσακωμός σε ημερήσια βάση μπορεί να με οδηγήσει είτε στο ψυχιατρείο λόγω έλλειψης λογικής, είτε στο νοσοκομείο λόγω σωματικής αντιπαράθεσης, είτε στην απογοήτευση λόγω του αυξανόμενου κοινωνικού αυτοματισμού. Προτίμησα να μη μιλήσω αν και ήμουν έτοιμος. Αμέσως, όμως, μετά τον τυπά, πλησιάζει τη γυναίκα άλλος ένας κύριος, γύρω στα 60, ο οποίος γνωρίζοντας ότι έχει την κάλυψη του από πίσω, αρχίζει να ειρωνεύεται τη ρακένδυτη γυναίκα:
-Μεγάλα νύχια έχεις... Και καθαρά..., της λέει κοιτώντας τον άλλο για επιβεβαίωση. Δε μου λες από που είσαι; Ε; Για πες...
-Τι σημασία έχει από που είναι; Τι σημασία έχει από που είναι; Απ' όπου θέλει είναι!, αρχίζω να φωνάζω μη αντέχοντας άλλο ομολογουμένως.
-Α αλήθεια; Δεν έχει; μου απαντά ο 60αρης.
-Μερικοί άνθρωποι, του λέω, δεν έχουν πολυθρόνα για να ξεκουράσουν τα πόδια τους, δεν έχουν καν σπίτι. Δεν μπορείτε να απαιτείτε από όλους την ίδια ευγένεια και το ίδιο τακτ!
Τότε έρχονται οι ενισχύσεις από πίσω. Με πλησιάζει ο 55αρης και μου λέει:
-Ωραία πάρε θέση νεαρέ, πρέπει να έχει τα πόδια πάνω στο κάθισμα; Λέγε!
-Για το αν πρέπει κάποιος να έχει τα πόδια του πάνω στο κάθισμα είμαστε όλοι λαλίστατοι βλέπω, στο αφεντικό όμως πάντα κάτι μας πιάνει και δε λέμε τίποτα... του απαντάω.
Με κοιτάει λες και ήμουν παράσιτο και επιστρέφει στην ασφαλή του θέση δίπλα στην πόρτα. Η γυναίκα γυρίζει και μου λέει:
-Ευχαριστώ πολύ κύριε.

Η αλήθεια είναι πως η προσφώνηση "κύριε" μου είναι απεχθής, όχι μόνο επειδή δε μου ταιριάζει ηλικιακώς αλλά και γενικώς. Ο "κύριος" και η "κυρία" είναι κάποια από τα λεκτικά κατάλοιπα του αστικού καθωσπρεπισμού. Το γεγονός, όμως, ότι στα μάτια της συγκεκριμένης γυναίκας εκείνη την ώρα ήμουν "κύριος", ομολογώ ότι μου έδωσε μια ικανοποίηση. "Κύριος" ήμουν εγώ και όχι δύο καλοβαλμένοι μεσήλικες. Μπορώ να πω ότι αυτή η αντίφαση έκρυβε ένα ενδιαφέρον. Όμως πραγματικά, πόση μικροαστίλα μπορεί να χωρέσει σε ένα καθαρό πουκάμισο, σε ένα βαγόνι, σε ένα τρένο, σε μια κοινωνία. Πόσο νταβατζιλίκι και μαγκιά εκκολάπτεται καθημερινά απέναντι σε ανθρώπους που πληρώνουν την κρίση που δημιούργησαν κάποιοι άλλοι γι αυτούς. Πόση υπεροψία και ανάγκη για επιβολή από ανθρώπους που αντί να γίνουν επαναστάτες, επιλέγουν να γίνουν κομπλεξικοί. Αυτή η κανονικότητα είναι που με τρομάζει και όχι τα βρώμικα πόδια μιας άπορης γυναίκας στο απέναντι κάθισμα του τρένου. Η κανονικότητα που πάει στη δουλειά της, στην εκκλησία, στο γήπεδο και στο προποτζίδικο και ενοχλείται από κάποια "μιάσματα" που της χαλούν την κανονική εικόνα. Είναι μια κανονικότητα, πολύ πιο ρακένδυτη από τη βρώμικη γυναίκα στο τρένο. Μια κανονικότητα που αντιμετωπίζει την εξαθλίωση κάποιων ανθρώπων με μίσος επειδή της χαλάει τις συνήθειες και όχι με κατανόηση για να βρει τις αιτίες της ύπαρξής της.

Σήμερα το πρωί ήταν μία από τις μέρες που πίστεψα ακόμη περισσότερο ότι ο "γύφτος", η "ρακένδυτη", ο "πούστης" και ο "αράπης" είναι πολύ πιο αξιοπρεπείς από τους κανονικούς ανθρώπους. Όχι επειδή έχουν ένα χαρακτηριστικό στοιχείο που τους διαφοροποιεί, αλλά επειδή έχουν ένα κοινό στοιχείο που τους συνέχει, είναι άνθρωποι που έχουν υποστεί καταπίεση και εκμετάλλευση. Από αυτούς τους αγωνιστές της ζωής, η λέξη "άνθρωπος" ξαναποκτά το νόημά της σε σχέση με τις ανθρωποποιημένες μηχανές που καθημερινώς κουρδίζονται και ξεκουρδίζονται είτε για να πουλάνε νταηλίκι σε αδύναμους, είτε για να αποφέρουν κέρδη αγόγγυστα στα αφεντικά τους.

Μετά το σκηνικό άρχισα να κοιτάω έξω από το παράθυρο. Απέναντί μου καθόταν ένας τύπος γύρω στα 45 με τη μητέρα του. Τον άκουσα να της ψιθυρίζει: "σε τέτοια σκηνικά, δεν τους ξέρουμε και δε μιλάμε, άσε μη μπλέξουμε πρωινιάτικα".

Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή η ρακένδυτη γυναίκα είχε κατεβασμένα τα πόδια της και σε κάθε στάση καλούσε όποιον έμπαινε στο τρένο να καθίσει απέναντί της. Δεν ξέρω αν το έκανε από φόβο προς τους δύο τύπους που την ειρωνεύονταν ή για να με δικαιώσει που την υπερασπίστηκα. Πάντως όπως και να 'χει, ένα πράγμα που έχω μάθει είναι ότι η εκτίμηση και ο σεβασμός στις ανθρώπινες σχέσεις, δεν επιβάλλεται αλλά κερδίζεται... Ένας άλλος κόσμος και μια καλύτερη ζωή, δεν επιβάλλεται αλλά κερδίζεται...