Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Λερωμένο πατάκι



Μυρίζει προσφυγιά και αίμα το καθαρό σου πατάκι. Κάποιος έφτασε στην πόρτα σου. Πνιγόταν μα δεν του άνοιξες. Τον άφησες να πεθαίνει αργά και βασανιστικά. Κουβαλούσε λίγη αλμύρα, λίγο αίμα και λίγη ελπίδα μαζί με το πτώμα του. Δεν πειράζει, "τα πάντα καθαρίζονται" σκέφτηκες. Η αλμύρα με περισσότερη ζάχαρη στον καφέ, το αίμα με ταινίες πολέμου στον καναπέ και η ελπίδα με περισσότερη κατήφεια. Το πατάκι καθαριστήριο.

Τον άκουγες όλο το βράδυ είναι η αλήθεια. Τσαλαβουτούσε στην εξώπορτά της πολυκατοικίας. Σου ζητούσε τουλάχιστον να κρατήσεις το παιδί του. Στην αρχή φώναζε ακατάληπτα στην κυματώδη πιλοτή δίπλα από τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ. Βγήκες στο μπαλκόνι να δεις τι συμβαίνει αλλά προτίμησες να ποτίσεις τα λουλούδια και να ξαναμπείς μέσα. Όμως δεν το έβαλε κάτω, ήταν θέμα επιβίωσης άλλωστε. Έμαθε αγγλικά πάνω στη βάρκα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Όχι πολλά, μόνο τα βασικά για να σου μιλήσει, να ζητήσει βοήθεια όταν του ανοίξεις την πόρτα. Έκανε κουπί μέχρι το ασανσέρ και προσευχόταν να καταφέρει να μπει μέσα. Μάταια, το είχε προλάβει η κυρία του τρίτου που κάθε Τρίτη βράδυ πηγαίνει σινεμά. Τα φώτα έσβησαν. Με το ένα χέρι στο κουπί και με το άλλο στο παιδί δεν μπορούσε να πατήσει το διακόπτη. Συνέχισε προς τη σκάλα μες στο σκοτάδι ενώ η βάρκα του έμπαζε νερά. Πάση θυσία έπρεπε να μην καταλήξει στο υπόγειο. Τα νερά θα τον έπνιγαν. Κι όμως, αλλιώς φανταζόταν τα νερά στην άνυδρη και ξερή χώρα του. Είχε μαζέψει πάνω του πολύ άμμο και σκόνη, από το κυνήγι δικτατόρων και ιμπεριαλιστών. Δεν ήθελε να τα πλύνει με το νερό του πνιγμού του. Ο στόχος του τώρα ήταν η σκάλα. Έπρεπε οπωσδήποτε να κρατηθεί από την κουπαστή της που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Έριξε ένα σάλτο, τσαλαπάτησε πάνω σε ένα διαφημιστικό πιτσαρίας και δυο τρεις φακέλους κοινοχρήστων που επέπλεαν και πιάστηκε από το κάγκελό της. Άρχισε να σκαρφαλώνει, ενώ νερά έπεφταν στο κεφάλι του από τους πάνω ορόφους. Φτάνοντας με πολύ κόπο στον πρώτο όροφο απογοητεύτηκε. Το ένα διαμέρισμα είχε στην πόρτα την επιγραφή: "απαγορεύεται η είσοδος σε πλασιέ και ξένους", ενώ στο απέναντι αναβόσβηνε το φωτάκι του συναγερμού. Και οι δύο επιλογές ήταν πολύ κακές. Θα χαραμιζόταν όλη η προσπάθεια. Αποφάσισε, λοιπόν, παρά την εξουθένωση να έρθει σε σένα. Ίσως του πρόσφερες λίγο από το ζεστό σου φαϊ και μια κουβέρτα. Προσωρινά μόνο, μέχρι να βρει μια δουλειά, να ζήσει αξιοπρεπώς και να στα ξεπληρώσει. Πήρε, λοιπόν, το ρίσκο. Έσφιξε ακόμη περισσότερο το παιδί του στην αγκαλιά του και συνέχισε να κάνει μονόζυγο με το ένα χέρι στο κάγκελο της σκάλας, μέχρι να φτάσει στον όροφό σου. Υγρός, κουρασμένος και ταπεινωμένος. Άκουγες το λυγμό του κάθε φορά που έκανε το σάλτο καθώς και το τρανταχτό κουδούνισμα της κούφιας μεταλλικής κουπαστής. Μετά από καμιά ώρα έφτασε. Σύρθηκε στα απόνερα της πόρτας σου. Φώναζε "βοήθεια" στα αγγλικά, στα αραβικά, στα ελληνικά, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Η ανάγκη για αξιοπρεπή ζωή, άλλωστε, δεν έχει εθνική ταυτότητα. Εκφράζεται σε όλες τις γλώσσες το ίδιο. Εσύ, όμως, με αυτές τις φωνές δεν μπορούσες να δεις άνετος και χαλαρός το ματσάκι σου. Όσο κι αν δυνάμωνες τη φωνή της τηλεόρασης, η φωνή της απόγνωσης και της απελπισίας ήταν πιο δυνατή. Είχες νευριάσει που ένας ξένος ερχόταν σπίτι σου. Θυμήθηκες και το σύνθημα: "να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους ξένους" που είναι γραμμένο στην πλατεία και κατέληξες. Καρφώθηκες στον καναπέ, έβαλες μπαμπάκια στ' αυτιά και είδες τον αγώνα χωρίς ηχητική μετάδοση. "Πρέπει να προστατέψω το σπίτι μου" σκέφτηκες.

Όταν τελείωσε ο αγώνας, έκλεισες την τηλεόραση, σηκώθηκες, έβαλες τις παντόφλες σου και προχώρησες προς το δωμάτιό σου. Έβγαλες τα μπαμπάκια και προσπάθησες να κοιμηθείς. Όμως δεν ακουγόταν τίποτα. Νεκρική σιγή. Ούτε φωνές, ούτε χτυπήματα έξω από την πόρτα, ούτε τίποτα. Περίεργο. Ξανασηκώθηκες, περπάτησες στο διάδρομο και έφτασες μέχρι την εξώπορτα. Στην αρχή δίστασες, όμως τελικά αποφάσισες να κοιτάξεις από το ματάκι.

Είδες πατέρα και γιο να επιπλέουν αγκαλιασμένοι.

Ένα πτώμα αντί για δύο. Λιγότερη βρώμα. Σκέφτηκες.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Άνοιξη

Ένα άρωμα, μια σκέψη και ένα χαμόγελο είναι οι στυλοβάτες της νοσταλγίας, της επιμονής και του αδιεξόδου. Κάποτε το σημερινό νεκρό ήταν ζωντανό και το τότε νεκρό παντελώς αδιάφορο. Σήμερα ίσως το αδιάφορο να έχει γίνει κανονικό. Τέλμα. Ίσια γραμμή, άχρωμη και άοσμη κι ας μπήκε η άνοιξη. Το φόντο ωραίο, αλλά αν λείπει ο πρωταγωνιστής καταλήγει ένα βαρετό τοπίο. Σαν τα ποιήματα που μιλούν για ποταμάκια και ρυάκια δίχως να υπολογίζουν τον ψαρά, τον πνιγμένο, την κοπέλα που κολύμπησε. Το φως του ανοιξιάτικου ήλιου και φωτίζει και τυφλώνει, εσύ διαλέγεις ποια θα είναι η επίδρασή του πάνω σου. Εκτός αν σ'έκαψε.