Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Η ξεχασμένη ιστορία του ελληνικού Τροτσκισμού



“Πάμε Ακροναυπλία γι αρχή μ’ αψηφισιά
για κάποιους μοναξιώτες μ’ ένα φεγγίτη μοιρασιά.
Θυμάμαι από τη Θήβα έναν λεβέντη γιατρό
η «ΟΠΛΑ» του χε τάξει να τον βρούνε μισερό.
Τον βρήκαν κρεμασμένο θα ‘βγαινε σε ένα μήνα
και κλέψαν το τεφτέρι του που θα ‘δινε στον Στίνα.
Να σε πάω Ικαρία, Μακρόνησο ή Γυάρο
για τη σιωπή μου εκεί κάποιοι με ‘λέγαν «Χάρο».”

Active Member, “Ο μπαρμπα Γιάννης και η απολησμονιά” (Το τραγούδι αναφέρεται στο Γιάννη Ταμτάκο, έναν τσαγκάρη τροτσκιστή από τη Θεσσαλονίκη που πρωτοστάτησε στους εργατικούς αγώνες της εποχής του)



Τα έβαλαν με τα σοσιαλδημοκρατικά και γραφειοκρατικά στοιχεία του ΣΕΚΕ αρχικά και του ΚΚΕ αργότερα. Επέμειναν στο να ενταχθεί το ΣΕΚΕ στην Κομμουνιστική Διεθνή και να μετονομαστεί σε ΚΚΕ. Αποτέλεσαν το βασικό θεωρητικό οπλοστάσιο του νεοσύστατου τότε κόμματος. Ήλεγχαν αρκετά σωματεία και συμμετείχαν στις μεγαλύτερες εργατικές κινητοποιήσεις του μεσοπολέμου με αποκορύφωμα το Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη. Εξέδιδαν εργατικές εφημερίδες και μαρξιστικά βιβλία. Διώχθηκαν από τη δικτατορία του Παγκάλου, από το βενιζελικό Ιδιώνυμο, από τη δικτατορία του Μεταξά, από τις κατοχικές δυνάμεις και τις δωσίλογες κυβερνήσεις τους και σφαγιάστηκαν από την ΟΠΛΑ. Οι έλληνες τροτσκιστές αποτέλεσαν το πιο γνήσιο και ατόφιο κομμάτι του εγχώριου κομμουνιστικού κινήματος όταν αυτό ήταν ακόμη στη νιότη του. Σήμερα, όμως οι αγώνες που έδωσαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και του Β’ΠΠ αντιμετωπίζονται με τραγικές συκοφαντίες και διαστρεβλώσεις. Η πίστη τους στη δύναμη της εργατικής τάξης, οι αναλύσεις τους για τον ελληνικό καπιταλισμό και η εμπλοκή τους στους εργατικούς αγώνες της περιόδου, τους δικαίωσαν. Το δυσανάλογο βάρος που είχαν αναλάβει στις πλάτες τους όμως, καθώς και το γεγονός ότι δεν το μοίρασαν μεταξύ τους τους τσάκισε.

Οι επαναστάτες μαρξιστές στο μεσοπόλεμο

Εμβληματική φιγούρα του ελληνικού τροτσκισμού αποτελεί ο Παντελής Πουλιόπουλος. Γεννήθηκε στη Θήβα το 1900 και έζησε εκεί μέχρι που τελείωσε το γυμνάσιο. Εν συνεχεία το 1919 εισάγεται στη Νομική Σχολή και οργανώνεται στο ΣΕΚΕ. Είναι φαντάρος κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου και αναπτύσσει έντονη αντιμιλιταριστική και αντιπολεμική δράση στη Μικρά Ασία συσπειρώνοντας γύρω του κομμουνιστικούς πυρήνες. Τυπώνει και μοιράζει προκηρύξεις αναδεικνύοντας τα πραγματικά αίτια του πολέμου στους φαντάρους. Η δράση του αυτή για την οποία και συνελήφθη, θα αποτελέσει τη βάση ώστε να παίξει ηγετικό ρόλο στο κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών αργότερα (1923-1925) το οποίο είχε πολύ μεγάλη κοινωνική απήχηση.

Ο Πουλιόπουλος, ένας μάχιμος δικηγόρος με απεριόριστη νομική υποστήριξη σε απεργούς και διωκόμενους εργαζόμενους, ένας διανοούμενος της αριστεράς με δυνατότητα να μιλά 10 γλώσσες και ένας κομμουνιστής που βρισκόταν σε διαρκή επαφή με την εργατική τάξη και το κίνημα, ήταν από τους πρώτους που εισηγήθηκε την μπολσεβικοποίηση του ΣΕΚΕ και την ένταξη στην Κομμουνιστική Διεθνή. Αποτέλεσε τον πρώτο εκλεγμένο Γενικό Γραμματέα του νεοσύστατου κομμουνιστικού κόμματος και αντιτάχθηκε σθεναρά στις σοσιαλδημοκρατικές τάσεις που υπήρχαν στο κόμμα. Με το ίδιο πάθος, όμως, αντιτάχθηκε και στη σταλινοποίηση των ΚΚ που προωθούνταν εκείνη την περίοδο από την Κομιντέρν. Όντας ένας αγωνιστής με μεγάλη μαρξιστική κατάρτιση μπορούσε να κατανοήσει τις διαμάχες που αναπτύσσονταν στη Μόσχα. Τον προβλημάτιζε η πορεία της ΕΣΣΔ και η γραφειοκρατία που γιγαντωνόταν. Συντάχθηκε με τον Τρότσκι και τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση κατανοώντας τις αντιφάσεις που αντιμετώπιζε η ΕΣΣΔ και την προβληματική κατεύθυνση που έπαιρνε έχοντας στην ηγεσία της τον Στάλιν.

Πριν συνδεθεί με τον Τρότσκι και ξεκινήσει να εκδίδει το περιοδικό «Σπάρτακος», διαγράφεται ως λικβινταριστής το 1927 από τη σταλινική πτέρυγα του ΚΚΕ που με τη συνδρομή της Κομιντέρν έχει γίνει κυρίαρχη. Μαζί με τους Σεραφείμ Μάξιμο, Παστία Γιατσόπουλο και Γιώργο Νίκολη αναλαμβάνουν να δράσουν σαν εξωκομματική αντιπολίτευση στο ΚΚΕ, αφότου διεγράφησαν. Μέχρι το 1934 προσπαθούσαν αντιπολιτευτικά να αναμορφώσουν το ΚΚΕ ασκώντας κριτική στην ηγεσία του και στις πολιτικές της. Τον Οκτώβριο του 1934, όταν έγινε σαφές ότι τα κομμουνιστικά κόμματα διεθνώς ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο του σταλινισμού, ο Πουλιόπουλος συντάσσεται με τη γραμμή του Τρότσκι για την οικοδόμηση νέων επαναστατικών κομμάτων. Αυτή ήταν η δεύτερη διαφωνία των σπαρτακιστών (Πουλιόπουλος) με τους αρχειομαρξιστές (αρχικά ριζοσπάστες σοσιαλιστές και μετέπειτα τροτσκιστές που δρούσαν αυτόνομα από το ΚΚ). Οι αρχειομαρξιστές δρούσαν τελείως ανεξάρτητα από το ΚΚ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 συσπειρώνοντας δυνάμεις γύρω από το περιοδικό που εξέδιδαν. Είχαν έντονη θεωρητική ενασχόληση και ισχυρές ρίζες σε σωματεία και συνδικάτα χωρίς όμως ποτέ να καταφέρουν να συνδέσουν την πρώτη με τις δεύτερες, παρά το ότι υπολογίζεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’20 ο αρχειομαρξισμός είχε περισσότερα μέλη από το ΚΚΕ. Οι τροτσκιστές που συσπειρώθηκαν γύρω από τον Πουλιόπουλο, θεωρούσαν διασπαστική και σεχταριστική την πολιτική λογική και τις πρακτικές των αρχειομαρξιστών. Η εναντίωση των τελευταίων στην οικοδόμηση νέων επαναστατικών κομμάτων που θα λειτουργούσαν αντιπαραθετικά στο σταλινισμό ήταν και ο λόγος που δεν κατάφεραν να συναντηθούν ούτε το ’34, παρότι αρκετοί αγωνιστές του αρχειομαρξισμού τον εγκατέλειψαν για να συνταχθούν με το νέο εγχείρημα του Πουλιόπουλου.

Η πάλη ενάντια στο Λαϊκομετωπισμό

Σε όλη τη δεκαετία του 1930, ο ελληνικός τροτσκισμός έδωσε τεράστιες πολιτικές μάχες ενάντια στην επίσημη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς η οποία εδώ και πολλά χρόνια είχε πάψει να λειτουργεί ως διεθνής ένωση κομμουνιστικών κομμάτων αλλά ως όργανο εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Με το πέρας της αριστερίστικης γραμμής της τρίτης περιόδου και τη θεωρία του σοσιαλφασισμού, ο Σταλινισμός πέρασε στη θεωρία των σταδίων και στα Λαϊκά Μέτωπα. Στην αντίληψη δηλαδή ότι δεν είναι ώριμες οι συνθήκες ώστε η εργατική τάξη να πάρει επαναστατικές πρωτοβουλίες και ότι προέχουν οι διαταξικές συμμαχίες με κομμάτια του προοδευτικού αστισμού. Το ΚΚΕ επικύρωσε αυτή την αντίληψη στην 6η Ολομέλεια της ΚΕ του το 1934. Συγκεκριμένα, υιοθέτησε την άποψη ότι η Ελλάδα είχε υπολείμματα μισοφεουδαρχικών σχέσεων και ότι αποτελούσε έναν ανολοκλήρωτο αστικοδημοκρατικό σχηματισμό γι αυτό προέκυπτε η ανάγκη παλλαϊκού αστικοδημοκρατικού ξεσηκωμού προκειμένου να ολοκληρωθεί ο ελληνικός καπιταλισμός. Αυτή η αναβολή του επαναστατικού καθήκοντος επ’ αόριστον και η καταδίκη των ΚΚ σε λύσεις εντός συστήματος, βρήκε απάντηση από τους επαναστάτες κομμουνιστές της περιόδου. Ο Πουλιόπουλος με το πολύ σημαντικό θεωρητικό του έργο «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα», απέδειξε ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα έως το Μεσοπόλεμο είχε ολοκληρώσει τον αστικοδημοκρατικό του μετασχηματισμό και ότι χρέος των κομμουνιστών στην Ελλάδα είναι να οργανωθούν προκειμένου να καταλάβουν την εξουσία και να δημιουργήσουν την εργατική δημοκρατία των σοβιέτ. Κόντρα στη λογική των σταδίων επιχειρηματολόγησε υπέρ ενός προγράμματος που θα έβγαζε την εργατική τάξη στο προσκήνιο και θα την καθιστούσε καταλύτη των εξελίξεων.

Οι τροτσκιστές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο Τρότσκι ήδη από το 1938 είχε διακρίνει τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου. Ο Β’ΠΠ πόλεμος δε θα ήταν ένας αντιφασιστικός πόλεμος αλλά ένας πόλεμος για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο τι σχέσεις ανέπτυξαν οι κυρίαρχες τάξεις με το φασισμό τη δεκαετία του ’30. Σε καμία περίπτωση όμως αυτό δε σημαίνει ότι ο Τρότσκι ταύτιζε την αστική δημοκρατία με το φασισμό. Αντίθετα ο σταλινισμός ήταν αυτός που μέχρι το 1933 υιοθετώντας τη θεωρία του σοσιαλφασισμού, ταύτιζε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με τα ναζιστικά με αποτέλεσμα τον αυτοκτονικό σεχταρισμό του ΚΚ Γερμανίας και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι οι εργάτες έχουν χρέος να αντιταχθούν στο φασισμό αξιοποιώντας τα δικά τους επαναστατικά όπλα και όχι γινόμενοι ακόλουθοι της αστικής τάξης.

Πάνω σε αυτή την άποψη του Τρότσκι, διαμορφώθηκαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις του ελληνικού τροτσκισμού στο ζήτημα του του Β’ΠΠ. Η πρώτη ήταν αυτή του Πουλιόπουλου και των συντρόφων του που υποστήριζαν ότι παρά την υπερίσχυση των πατριωτικών συνθημάτων έναντι των ταξικών εντός του ΕΑΜ, η κυρίαρχη τάξη φοβάται το αντικαπιταλιστικό αίσθημα που κρύβεται στις τάξεις του και που γεννιέται από τη διαρκή αποσύνθεση και κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος. Η οργάνωση του Πουλιόπουλου αναγνώριζε ότι πίσω από τον εθνικοπατριωτικό λόγο του ΕΑΜ υπήρχε μια τεράστια μάζα αγωνιστών που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να δράσει κάτω από τελείως διαφορετικά συνθήματα. Μια μάζα φτωχών ανθρώπων που δεν πάλευαν για το έθνος αλλά για τη διεκδίκηση μιας άλλης κοινωνίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που το ρεύμα του Πουλιόπουλου κατέκρινε την ηγεσία του ΕΑΜ για τις αυταπάτες που έσπερνε στην εργατική τάξη ωραιοποιώντας στα μάτια της τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Για τους έλληνες επαναστάτες μαρξιστές της περιόδου η πάλη ενάντια στο φασισμό δεν ήταν αποκομμένη από τον αντικαπιταλιστικό αγώνα.

Η δεύτερη προσέγγιση ήταν αυτή του Άγι Στίνα που απέρριπτε εξαρχής την εμπλοκή στην αντίσταση. Ενστερνιζόμενος την αντίληψη του επαναστατικού ντεφετισμού, ο Στίνας και οι σύντροφοί του υποστήριζαν ότι εφόσον μιλάμε για έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο από όλες τις πλευρές, δεν έχει κανένα νόημα η σύνταξη των ελλήνων κομμουνιστών στο πλευρό της μιας από τις αντιμαχόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αντίθετα προέκρινε τη συναδέλφωση των ελλήνων με τους ξένους στρατιώτες και την εναντίωσή τους στην πολεμική μηχανή. Ο Στίνας αρνιόταν να δει το μαζικό χαρακτήρα και τη λαϊκή βάση του ΕΑΜικού κινήματος. Επιχειρηματολόγησε ορθά για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου με βάση τα οικονομικά κριτήρια, υποτιμώντας όμως τα πολιτικά χαρακτηριστικά της πολεμικής σύγκρουσης των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Πάρα πολλοί Τροτσκιστές παρά τη σκληρή και σωστή κριτική στην ηγεσία του ΕΑΜ πήραν μέρος στο αντιστασιακό κίνημα. Άλλοτε το έκαναν φανερώνοντας την πολιτική τους ταυτότητα και άλλοτε δρώντας μυστικά γνωρίζοντας την εχθρότητα του ΚΚΕ απέναντι στον τροτσκισμό αλλά και σε κάθε τι που αμφισβητούσε την ορθοδοξία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Σταύρος Βερούχης ο οποίος είχε θέσει ανοιχτά από το 1943 το ζήτημα του οργανωμένου περάσματος των τροτσκιστών στη στρατιωτική δράση. Συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση και είχε εκλεγεί εθνοσύμβουλος της ΠΕΕΑ (Κυβέρνηση του Βουνού). Όλα αυτά όμως μέχρι να δολοφονηθεί το 1944 από σταλινικά στελέχη που γνώριζαν την ταυτότητά του. Άλλο παράδειγμα αποτέλεσε το κόμμα του Θ.Αποστολίδη (το οποίο βρισκόταν κοντά στον τροτσκισμό) που ζήτησε να συμμετάσχει στο ΕΑΜ για να λάβει την άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Θετική στάση απέναντι στην αντίσταση κράτησαν και οι αρχειομαρξιστές που κρύβοντας την ταυτότητά τους εντάχθηκαν στο ΕΑΜ. Έγιναν όμως πολύ εύκολα θύματα της επιθετικότητας της ηγεσίας του ΚΚΕ και πολλοί από αυτούς δολοφονήθηκαν.

Η λασπολογία, η τρομοκρατία, η ποινικοποίηση των διαφωνιών και οι δολοφονίες ήταν τα συνηθέστερα μέσα για την αντιμετώπιση των τροτσκιστών εκείνη την εποχή. Ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης κατηγορούνταν για τη δολοφονία του αρχειομαρξιστή Ηλία Γεωργοπαπαδάτου ήδη από το 1927. Μπορεί να φανταστεί κανείς το τι συνέβη στα χρόνια του πολέμου. Πάρα πολλοί τροτσκιστές δολοφονήθηκαν από την ΟΠΛΑ. Οι οικογένειές τους, όμως, με υπόδειξη των τροτσκιστικών οργανώσεων δεν προέβησαν σε μηνύσεις θεωρώντας τις δολοφονίες ως ενδοταξική διαμάχη που δεν πρέπει να δώσει τροφή στον εχθρό.

Συμπεράσματα

Ο ελληνικός τροτσκισμός δεν κατέβηκε από τον ουρανό. Αντικατόπτριζε τις διαμάχες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα με επίκεντρο τη Μόσχα. Οι επαναστάτες μαρξιστές της εποχής δεν μπορούσαν να συμβιβάσουν την πολιτική τους ταυτότητα και τους αγώνες τους με τη σταλινική γραφειοκρατία και τη διαστρέβλωση του μαρξισμού. Ρίχτηκαν στους εργατικούς αγώνες της εποχής τους, ανέπτυξαν θεωρητική επεξεργασία και προσπάθησαν να στήσουν οργανώσεις. Πολύ λίγοι στον αριθμό, αλλά έτοιμοι για μεγάλες μάχες, αφοσιώθηκαν στην ταξική πάλη και στο χειραφετητικό πρόταγμα διεκδικώντας μια άλλη κοινωνία. Σήμερα, μέσα από τα σωστά τους και τα λάθη τους, μας έχουν αφήσει την κληρονομιά του ενιαίου μετώπου, του μεταβατικού προγράμματος και του διεθνισμού, μακριά από λογικές περιχαράκωσης και αναζήτησης της απόλυτης αλήθειας. Με τον ίδιο τρόπο που ο Παντελής Πουλίοπουλος κοίταζε τους Ιταλούς φαντάρους στο εκτελεστικό απόσπασμα και τους καλούσε στη γλώσσα τους να μην τον εκτελέσουν στο όνομα του αντιφασισμού και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, πρέπει να προτάξουμε τους ταξικούς αγώνες απέναντι στις λογικές της εθνικής συμφιλίωσης και της πατρίδας. Τότε ίσως να αποφύγουμε κάποιες από τις τραγωδίες του παρελθόντος. Τότε ίσως φτάσουμε πιο κοντά σε μια κοινωνία διαφορετική.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Ρυτίδα στους δρόμους



Ρυτίδα. Χαρακιά που αφήνει ο χρόνος στο πρόσωπο και στην ψυχή. Στο κενό της σφηνώνουν αναμνήσεις ή δραπετεύουν ιστορίες.

Τον είδαμε πεσμένο και αβοήθητο στο πλάι του πεζοδρομίου στα Προπύλαια. Κοίταζε σα χαμένος το πλήθος που περνούσε βιαστικά. Πατημένα 75. Όμως ο ίδιος δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε για να σηκωθεί, να κάνει ένα βήμα. Δεν έδειχνε ρακένδυτος ή επαίτης. Ήταν ένας καλοβαλμένος παππούς που κοίταζε τον κόσμο αμήχανα να τον προσπερνά παρότι είχε σωριαστεί στην άκρη του πεζοδρομίου. Ή το άγχος της πτώσης τού αδρανοποίησε τη σκέψη ή η αδιαφορία των γύρω τού προκάλεσε τον παραλυτικό θαυμασμό ή η υπερβολική αξιοπρέπειά του τον έκανε να μη θέλει να παρακαλέσει για το προφανές. Για ένα χέρι να τον σηκώσει. Έστεκε ανάσκελα και απλώς κοίταζε αμήχανα.

Τον πλησιάσαμε, και τον ρωτήσαμε αν είναι καλά. Βάλαμε τα χέρια μας ανάμεσα από τα δικά του και τον σηκώσαμε. Έκατσε στο κοντινότερο παγκάκι. «Είστε καλά;» τον ρωτούσαμε με τη φίλη μου. Μας κοίταξε μέσα από τα γυαλάκια του με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Έδειξε με το χέρι του το πόδι του και σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του. Είχε γδαρθεί το γόνατό του. «Θέλετε να σας βοηθήσουμε να πάτε σπίτι; Που μένετε;». «Μένω κοντά, Χαλκοκονδύλη» απάντησε, ξαναζωντανεύοντας το μυαλό του μετά από κάποιες ερωτήσεις που του κάναμε. «Θέλετε να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον οικείο σας ή στα παιδιά σας να σας βοηθήσουν να γυρίσετε σπίτι;» τον ρωτήσαμε ξανά. «Ποια παιδιά μου, δεν υπάρχει κανείς» ψέλισε σα να μην ήθελε να ακούσουμε αυτό που είπε. Σαν να μην ήθελε να τον δούμε ξαπλωμένο και ταπεινωμένο, όπως ο ίδιος νόμιζε, πριν 5 λεπτά. «Και πώς θα γυρίσετε;» τον ρωτήσαμε ξανά. Ξαφνικά βάζει δύναμη, κρατιέται από το χέρι μου και σηκώνεται παρότι έδειχνε να πονά μόνο που στεκόταν όρθιος. «Μπορώ να γυρίσω μόνος μου» είπε και πάλι μέσα από τα δόντια του προσπαθώντας να το πιστέψει και ο ιδιος. Άρχισε να μισοπερπατάει και να χάνεται στην άκρη του δρόμου ανάμεσα σε ένα πλήθος που κοιτάει τη δουλειά του. Σε ένα πλήθος που έχει μάθει να μην μπλέκει και να φροντίζει να φτάνει παντού στην ώρα του. Σε ένα πλήθος που η ζωή του είναι τόσο τραγικά προβλέψιμη ώστε ακόμη και τα βήματά του μοιάζουν αυτοματοποιημένα.

Δεν ξέρω αν ο παππούλης έκανε ασκήσεις θάρρους ή αν όντως μπορούσε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του. Ξέρω ότι η μοναξιά και η εγκατάλειψη των δυνάμεων των ανθρώπων που ο χρόνος τους φόρεσε ρυτίδες, είναι η πιο άρρωστη επινόηση του θεού στον οποίο ακουμπάει τις ελπίδες της η τρίτη ηλικία. Δεν ξέρω αν ο παππούλης είχε άνοια ή το μυαλό του ήταν στη θέση του. Ξέρω ότι η ανία μιας ζωής χωνιασμένης σε κουτάκια με υποχρεώσεις και προειδοποιήσεις, είναι η πιο μεγάλη απώλεια του λογικού.

Σήμερα θαύμασα τον πεσμένο παππού. Γιατί σαν έφηβος αναμετρήθηκε με τις δυνάμεις του και γύρισε τον κόσμο. Άσχετα αν ο κόσμος του φτάνει από τη Χαλκοκονδύλη μέχρι την Πανεπιστημίου. Σαν έφηβος έβγαλε εγωισμό και δε θέλησε να γίνει περίγελος. Άσχετα αν έγδαρε το πόδι του. Σαν έφηβος πείσμωσε και ξανασηκώθηκε στα πόδια του. Άσχετα αν στο επόμενο στενό κάθισε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε.

Ήταν ένας έφηβος σε μια γερασμένη πόλη με γερασμένους ανθρώπους και γερασμένα κτίρια. Τόσο γερασμένους, που δεν μπόρεσαν να σηκώσουν από το πεζοδρόμιο έναν 75χρονο έφηβο που παραπάτησε.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι γέρασα και γω σήμερα. Βρήκα μια ρυτίδα στη μούρη μου. Γιατί καθώς περπάταγα θα προσπέρναγα και γω τον παππού αν δε σταμάτούσε η φίλη μου.

Και αυτή είναι μια ένοχη που δε θα μου συγχωρήσω ποτέ.